«Καλούμε όλους τους επαγγελματίες, τους δημόσιους και ιδιωτικούς υπαλλήλους, τους φοιτητές, τις μανάδες, τους πατεράδες… όλους όσους θέλουν ένα καλύτερο μέλλον. Ελάτε στην ειρηνική διαδήλωση που θα πραγματοποιηθεί στην πλατεία Συντάγματος, την Πέμπτη στις 10:00 το πρωί. Πρέπει να δώσουμε όλοι το παρόν. Πρέπει να αντισταθούμε. Αγαπητοί φίλοι, συμπατριώτες, συναγωνιστές… .δεν θα υπάρχει αύριο! Το αύριο είναι σήμερα!»
Αυτή ήταν η ανακοίνωση που ακούστηκε στο ραδιόφωνο την ώρα που ήμουν μποτιλιαρισμένος κάπου στον Κηφισό· λόγω της ατελείωτης βροχής και αυτό το φθινοπωρινό απόγευμα, προσπαθώντας να επιστρέψω σπίτι μου. Το μόνο που ήθελα ήταν να ξεκουράσω το κορμί από μία δύσκολη μέρα. Μετά δύο τραγούδια συνέχισε να τριγυρνά στο μυαλό μου… «δεν θα υπάρχει αύριο! Το αύριο είναι σήμερα!»
Εκείνη ακριβώς την στιγμή ήταν που κατάλαβα ότι έπρεπε επιτέλους να κάνω και εγώ κάτι. Κάτι τόσο μικρό που όμως ίσως φέρει την αλλαγή. Εκείνη ακριβώς την στιγμή μου ήρθαν τα λόγια του παππού μου στο μυαλό (όχι ότι ήταν δικά του, η θεωρία τους χάους είναι, αλλά μου άρεζε να τα φέρνω στο μυαλό με την χαρακτηριστική φωνή του παππού) «…αγόρι μου μπορείς να κάνεις τα πάντα, αν ένα φτερούγισμα μιας πεταλούδας στον Αμαζόνιο μπορεί να φέρει βροχή στην Κίνα· σκέψου τι μπορείς να κάνεις εσύ με τη δύναμη και τη θέλησή σου». Αυτό ήταν! Έπρεπε έστω και τώρα, για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια να κάνω κάτι. Η αρχή θα μπορούσε να είναι αυτή η συγκέντρωση. Φτάνει η γκρίνια και η μιζέρια του καναπέ. Έπρεπε να κάνω κάτι.
Πήρα άδεια από τη δουλειά και την Πέμπτη το πρωί χρησιμοποιώντας, ίσως για πρώτη φορά μετά από καιρό, τη συγκοινωνία κατέβηκα στο κέντρο. Στις 10:05 το πρωί ήμουν εκεί. Δεν το πίστευα! Νομίζω, όλη η Αθήνα ήταν εκεί. Λάθος, όλη η Ελλάδα χωρούσε σε αυτή την πλατεία. Παντού κόσμος όλων των ηλικιών, οικογένειες με μικρά παιδιά να μιλούν, να χαμογελούν και να περιφέρονται στην περιοχή. Μέχρι και ο καιρός μας έκανε τη χάρη. Ο ήλιος δεν είχε ξεπροβάλει ακόμα μέσα από τα λευκά σύννεφα αλλά ένα ζεστό αεράκι μας συνόδευε και έκανε την ατμόσφαιρα φιλική· σαν να είμαστε όλοι μία παρέα.
Πηγαδάκια από οργανωμένες ομάδες εκπαιδευτικών, ιδιωτικών υπαλλήλων, γιατρών, δικηγόρων και άλλων επαγγελματιών να προετοιμάζονται για την πορεία που θα ακολουθούσε. Να, πιο πέρα και δικοί μου συνάδελφοι από το αεροδρόμιο. Οι πιο οργανωμένοι με ντουντούκες φώναζαν και συνθήματα. «Πώς γίνεται τα μέσα μαζικής ενημέρωσης να λείπουν; Πως γίνεται να δείχνουν άλλες από τις πραγματικές εικόνες των γεγονότων;» σκέφτηκα.
Έκανα μία περιστροφή γύρω από τον εαυτό μου για να εγκλιματιστώ, ώσπου το μάτι μου σταμάτησε στην κοπέλα με τα μακριά ανέμελα χρυσά μαλλιά. Τα χρυσά αυτά μαλλιά με τους ανάλαφρους κυματισμούς· σαν το κύμα της θάλασσας σε μία καλοκαιρινή ημέρα, που πηγαινοέρχονται προς όλες τις κατευθύνσεις του ορίζοντα σύμφωνα πάντα και με την κίνηση του σώματός της. Το πρόσωπό της ευγενικό, με ροδοκόκκινα μάγουλα και ανοιχτόχρωμα μάτια, το ίδιο εκφραστικά, να μιλάει με πάθος χρησιμοποιώντας όλο της το μικροσκοπικό κορμί σε κάθε της λέξη.
Τα μάτια μου είχαν εγκλωβιστεί στην επιβλητική της παρουσία και δεν μπορούσα και δεν ήθελα να ξεφύγω. «Της ρίχνω μια πενταετία σίγουρα, δεν πρέπει να είναι πάνω από είκοσι επτά χρονών» σκέφτηκα. Προσπάθησα να δω σε ποια ομάδα είναι. «Είναι στους εκπαιδευτικούς!» αναφώνησα. Μία χαριτωμένη και παθιασμένη δασκάλα με χρυσά μαλλιά που προσπαθεί να βρει την θέση της στην κοινωνία και να διεκδικήσει αυτά που της ανήκουν… εργασία με αξιώσεις, μα πάνω απ’ όλα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.