-Τι χρώμα είμαι;
-Εεεε δεν ξέρω…
-Πως γίνεται να μην ξέρεις; Όλοι βλέπουν χρώματα μέσα στους άλλους. Εσύ ας πούμε είσαι καθαρό πορτοκαλί.
«Τι να σημαίνει αυτό δηλαδή;» σκέφτηκε η Αναστασία. «Εγώ δεν έχω αυτό το χάρισμα, να βλέπω τους ανθρώπους με χρώματα».
Αυτό ήταν και ένα από τα χαρακτηριστικά του που την κέρδισαν και τον ερωτεύτηκε όσο κανέναν. Έβλεπε τα πάντα με χρώματα, γευόταν, ένιωθε, ζούσε την κάθε στιγμή. Πόσο κοινότοπο αν το σκεφτεί κανείς… «ζήσε την κάθε στιγμή σου σα να μην υπάρχει αύριο». Το έχουμε ακούσει από φιλοσόφους, συγγραφείς, τηλεπερσόνες και από τον barman χθες βράδυ…
Όλοι το λένε μα ποιος το εφαρμόζει; Αυτός λοιπόν το έκανε. Δεν υπήρχε ποτέ δεύτερη σκέψη, ότι ερχόταν στα μυαλό ένα χαρούμενο πρωί γινόταν πραγματικότητα μέχρι το βράδυ.
«Θέλω οπωσδήποτε να πάω για ορειβασία στον Όλυμπο», μέχρι το μεσημέρι τα μπογαλάκια έτοιμα, λίγο τρένο, λίγο οτοστόπ, λίγο περπάτημα και φτάσαμε.
«Πρέπει να πείσω τα παιδιά να κάνουμε συναυλία για τον κ. Τάκη, θα παγώσει τον χειμώνα εκεί έξω» με συνοπτικές διαδικασίες η συναυλία έγινε και ο άστεγος πήρε 300 ευρώ.
«Eίδα κάτι τύπους να κάνουν παρκούρ σήμερα. Τρομερό! Θα πάω να μάθω και εγώ αύριο» Ρήξη χιαστού, χειρουργείο και τρεις μήνες σε ακινησία. Δεν τον πείραζε όμως. Αρκεί που δοκίμασε να το κάνει, και θα το ξανακάνει φυσικά μόλις επανέλθει.
Οι τρελές σκέψεις άπειρες, η κάθε μέρα ξεχωριστή και οι δουλειές του ποδαριού. Η ζωή δίπλα του ήταν μια μόνιμη περιπέτεια, κάτι που έναν φυσιολογικό άνθρωπο θα τον κούραζε, την Αναστασία ποτέ. Όταν δεν μπορούσε να ακολουθήσει τις ιδέες του τον άφηνε μόνο. Τον αγαπούσε τόσο πολύ που ήθελε να είναι ελεύθερος.
Μέχρι που ξαφνικά… έφυγε και η ζωή της σταμάτησε. Έκλεισαν οι μουσικές, έσβησαν τα χρώματα. Ζούσε μόνο με την σκέψη της απώλειας του. Δεν την είχε προετοιμάσει για κάτι τέτοιο, της μάθαινε μόνο τη ζωή, ποτέ τον θάνατο.
Ο χρόνος περνούσε βασανιστικά και τόσο βαρετά. Στ’ αυτιά της ηχούσε ακόμα η φωνή του να φωνάζει το όνομα της και να της λέει ένα σωρό καινούριες ιδέες για μακρινά ταξίδια και περιπέτειες. Είχε πείσει τον εαυτό της ότι η λύτρωση δεν θα ερχόταν. Η ζωή της δεν θα ξαναγινόταν ποτέ όπως πριν. Θα παρέμενε γκρι και βαρετή…
Μια μέρα όμως, ανακάλυψε τυχαία τα μπαλάκια των ζογκλερικών του (μια από τις τρέλες του που είχε διαρκέσει κανά δίμηνο). Άρχισε να παίζει για ώρες, μέχρι να καταφέρει να κάνει ένα μικρό κόλπο. Μόλις το κατάφερε ένιωσε μια πρωτόγνωρη χαρά, σχεδόν έκσταση. Αυτό ήταν! Εκείνο το βράδυ το πήρε απόφαση. «Πρέπει να ξαναγίνω το πορτοκαλί χρώμα που γνώρισε». Και ξαναγέμισε τη ζωή της με χρώματα, μουσικές και περιπέτειες…