Ουραγός στην αξιοπιστία των ΜΜΕ η Ελλάδα

Ουραγός στην αξιοπιστία των ΜΜΕ η Ελλάδα

Στην τρίτη θέση από το… τέλος, ανάμεσα σε 24 χώρες της ΕΕ, κατατάσσει τη χώρα η ετήσια έκθεση του Reuters, όσον αφορά την εμπιστοσύνη στα μέσα ενημέρωσης ● Μόλις το 32% εμπιστεύεται τα ΜΜΕ, ενώ μόλις το 12% πληρώνει για την ψηφιακή ενημέρωση ● Ιδιαίτερη αναφορά στη λίστα Πέτσα, αλλά και στα χαμηλά ποσοστά αξιοπιστίας μεγάλων μέσων, όπως ο ΣΚΑΪ που συγκεντρώνει τις περισσότερες αρνητικές γνώμες.

Τρίτη από το τέλος ανάμεσα σε 24 ευρωπαϊκές χώρες είναι η Ελλάδα (38η σε 46 χώρες παγκοσμίως) ως προς τον βαθμό αξιοπιστίας των ΜΜΕ, σύμφωνα με τη φετινή έρευνα του Reuters Ιnstitute σε συνεργασία με το Oxford University που καλύπτει 46 χώρες. Μόλις το 32% εμπιστεύεται εν γένει τις ειδήσεις στα ΜΜΕ στη χώρα μας (χαμηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε. μετά το 30% της Γαλλίας και της Ουγγαρίας) και, ακόμη χειρότερα, μόλις το 12% πληρώνει για την ψηφιακή ενημέρωση.

Το συγκεκριμένο εύρημα, εκτός από τη δεδομένη οικονομική αδυναμία του κόσμου, είναι εξαιρετικά ανησυχητικό και για το επίπεδο της δημοκρατίας στη χώρα, καθώς η εμπεδωμένη κουλτούρα δωρεάν κατανάλωσης περιεχομένου αφενός μεν υποβαθμίζει τη δημοσιογραφική εργασία θέτοντας σε μεγαλύτερο κίνδυνο την αξιοπιστία της πληροφορίας και αφετέρου αυξάνει τον βαθμό εξάρτησης των μιντιακών ομίλων από τους ιδιοκτήτες-επιχειρηματίες αλλά και από τις διαφημιστικές εταιρείες.

Η έκθεση πάντως υπογραμμίζει πως «η έρευνα διεξήχθη το δίμηνο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2021, πριν δηλαδή από τις διαδηλώσεις του Μαρτίου στην Ελλάδα», αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο η αξιοπιστία των ΜΜΕ, όπως την αντιλαμβάνονται οι πολίτες, να είναι ακόμα χαμηλότερη.

Σύμφωνα με την έκθεση του Reuters Ιnstitute, τα ΜΜΕ στην Ελλάδα χαρακτηρίζονται από ψηφιακό κατακερματισμό, σημαντική έλλειψη εμπιστοσύνης από την πλευρά των πολιτών σε ένα έντονα πολιτικά πολωμένο σκηνικό, αλλά και από μία από τις υψηλότερες χρήσεις των μέσων κοινωνικής δικτύωσης για την πρόσβαση στις ειδήσεις.

Reuters για Πέτσα

Η φετινή έκθεση στέκεται και στα χρήματα από τη λίστα Πέτσα και στην κριτική που ασκήθηκε για αυτά, καθώς και στην απορρόφηση πόρων από μη αξιόπιστα μέσα ενημέρωσης. Το Reuters θυμίζει ότι το 54% των πολιτών εναντιώνεται στις κρατικές ενισχύσεις των ΜΜΕ, ενώ την ίδια ώρα αναφέρεται τόσο στη δήλωση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη ότι τα social media αποτελούν «απειλή για τη δημοκρατία» όσο και στις μομφές εναντίον του ότι προσπαθεί να απαξιώσει πηγές πληροφόρησης που δεν μπορεί να ελέγξει. Γίνεται επίσης αναφορά (με ουδέτερο τρόπο) στον Βαγγέλη Μαρινάκη, ο οποίος, όπως σημειώνει, απέκτησε το Mega και άλλα γνωστά μέσα ενημέρωσης το τελευταίο διάστημα.

Οπως προκύπτει, παγιώνεται η σαφής προτίμηση του ελληνικού κοινού στη χρήση smartphone κινητών για την ενημέρωση (70%) σε σχέση με τη χρήση υπολογιστών (55%) και τάμπλετ (20%). Πριν από πέντε χρόνια το 47% χρησιμοποιούσε τα έξυπνα κινητά και το 72% τους υπολογιστές, με την εικόνα να έχει πλέον αντιστραφεί πλήρως.

Περισσότερα από τα δύο τρίτα (69%) των Ελλήνων στο διαδίκτυο λαμβάνουν τα νέα τους μέσω των κοινωνικών μέσων, το οποίο αποτελεί το μεγαλύτερο ποσοστό παγκοσμίως (σε 46 χώρες) πλην της Κένυας. Το 52% του κόσμου ενημερώνεται πρωτογενώς από το facebook για τις ειδήσεις, παραμένοντας πρώτο στα social media για αυτόν τον σκοπό, αν και έχει υποχωρήσει κατά 5% από πέρσι.

Αναξιόπιστοι

Εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι και το γεγονός πως μερικές από τις πιο δημοφιλείς ειδησεογραφικές πλατφόρμες (ΣΚΑΪ, συμπεριλαμβανομένων του τηλεοπτικού καναλιού και του ρ/σ, όπως και η ιστοσελίδα newsbomb.gr) βρίσκονται αρκετά χαμηλά ως προς την αξιοπιστία του κοινού. Με άλλα λόγια, «σας βλέπουμε και σας ακούμε, αλλά δεν σας εμπιστευόμαστε».

Ειδικά ο ΣΚΑΪ συγκεντρώνει τις περισσότερες αρνητικές γνώμες του κοινού. Γιατί άραγε; Μεγαλύτερη εμπιστοσύνη (brand trust), σύμφωνα με την έρευνα, φαίνεται πως οι Ελληνες αποδίδουν στην ιστοσελίδα dikaiologotika.gr (όπως και πέρσι) και στην «Καθημερινή», με 62% και 60% αντίστοιχα.

Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται από το Reuters Institute στο κίνημα #MeToo στην Ελλάδα, με έμφαση στις αποκαλύψεις της Σοφίας Μπεκατώρου οι οποίες ώθησαν «εκατοντάδες γυναίκες και άντρες» να καταγγείλουν δημόσια κακοποιήσεις που είχαν υποστεί. Στην έκθεση επισημαίνεται μεν πως οι ελληνικοί ειδησεογραφικοί οργανισμοί δημοσίευσαν τις καταγγελίες, χωρίς όμως να υπάρξει εμπλοκή της ερευνητικής δημοσιογραφίας στο ζήτημα με έρευνες σε βάθος, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη σε πολλές άλλες χώρες.

Σε παγκόσμια κλίμακα η χρονιά της πανδημίας έφερε αύξηση της εμπιστοσύνης του κοινού στις ειδήσεις κατά 6%, ενδεικτικό της ανάγκης έγκυρης πληροφόρησης σε μια περίοδο όπου οι περισσότεροι ένιωσαν ότι απειλείται η ζωή τους. Η Φινλανδία παραμένει η χώρα με τα υψηλότερα επίπεδα συνολικής εμπιστοσύνης (65%) και οι ΗΠΑ έχουν τα χαμηλότερα (29%). Ανεβαίνει συνολικά η ανησυχία για τη διασπορά ψευδών και παραπλανητικών ειδήσεων, με τα υψηλότερα ποσοστά να καταγράφονται στη Βραζιλία (82%) και τα χαμηλότερα στη Γερμανία (37%).

Σύμφωνα με την έκθεση, όσοι χρησιμοποιούν συστηματικά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι περισσότερο πιθανό να δηλώσουν ότι έχουν εκτεθεί σε παραπληροφόρηση σχετικά με τον κορονοϊό από μη χρήστες, με το facebook να θεωρείται ως το κύριο κανάλι για τη διάδοση fake news σχεδόν παντού, με την εξαίρεση χωρών του Νότου, όπως η Βραζιλία και η Ινδονησία, όπου το WhatsApp (σ.σ. της ίδιας εταιρείας) θεωρείται μεγαλύτερη πηγή κινδύνου.

efsyn.gr

Leave a Reply

Your email address will not be published.