Δεν είμαι καλός άνθρωπος. Ζηλεύω και μάλιστα με την κακή έννοια της λέξης. Ζηλεύω την ευτυχία σε όλες της τις μορφές. Τους ανθρώπους που γελάνε, που χαίρονται, που ζούνε. Δεν τόλμησα ποτέ να κοιτάξω την χαρά κατάματα, υπό τον φόβο της απόρριψης, δεν θέλω να πληγωθώ. Ήδη μετράω αρκετές πληγές επάνω μου.
Χαμογελάω δίχως όρεξη. Μια ζωή υπερβολικός. Πάντα έψαχνα το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό επάνω μου, που θα με έκανε ξεχωριστό. Μάταια όμως, παρέμεινα εκείνο το ανθρωπάκι, το κυκλοθυμικό με την εσωστρέφεια του. Εκείνου του άχαρου παιδιού, που το δέρνανε στο δημοτικό αλλά ευτυχώς μετά, απλά τον αγνοούσαν. Δεν έχω όμως παράπονο, ακόμα με αγνοούν.
Περπατάω μέσα στην βροχή δίχως σκοπό, χωρίς προορισμό. Σαν ένας άλλος Δον Κιχώτης που κυνηγάω τους δικούς μου ανεμόμυλους, διεκδικώντας μια ανύπαρκτη Δουλτσινέα. Λατρεύω την βροχή. Έχει το νόημα του εξαγνισμού για μένα. Μου δίνει την αίσθηση της εξιλέωσης, ότι με ξεπλένει από κάθε τι μιαρό. Στα ρουθούνια μου φτάνει η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος. Δεν είμαι καλά, έχω καιρό να νιώσω όμορφα. Και το χω ανάγκη.
Με πλημυρίζει ένα έντονο αίσθημα απώλειας σήμερα. Της μέρας που φεύγει, των παιδικών και εφηβικών μου χρόνων που κύλησαν σαν νερό και χάθηκαν, εκείνης της άγνωστης στο λεωφορείο που μου χαμογέλασε, του πατέρα μου.
Και ξάφνου τη βλέπω μπροστά μου. Το κορίτσι με τα μωβ μάτια. Στέκεται απροστάτευτη, βρέχετε και γελάει σαν μικρό παιδί. Την κοιτάω παραξενεμένος μα εκείνη δεν μου δίνει σημασία.
-Συνήθισα πια, μου λέει χωρίς να την ρωτήσω.
-Ποιο πράγμα; ρωτάω το προφανές.
-Δεν ήταν πάντα έτσι… Όταν γεννήθηκα ήτανε καφέ, ένα απλό χρώμα σαν όλων των άλλων. Μια μέρα όμως κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και το είδα. Είχανε γίνει μωβ, έτσι απλά, χωρίς να το ζητήσω, χωρίς να με ρωτήσουν.
-Και δεν σε πειράζει;
-Ποιο;
-Που είσαι διαφορετική.
Γύρισε και κοίταξε προς την λίμνη και η ματιά της χάθηκε για λίγο στο πουθενά.. Μετά έσκυψε το κεφάλι της.
-Τον πρώτο καιρό έκλαιγα συνέχεια. Ο κόσμος με κοιτούσε περίεργα σαν να ήμουν κάποιο τέρας. Δεν είναι σαν και εμάς, λέγανε, ευτυχώς, εμείς είμαστε κανονικοί. Μια μέρα με πλησίασε ένα κοριτσάκι και μου είπε: Τι όμορφα μάτια που έχεις! Και αυτό ήταν! Το κακό είχε ξορκιστεί. Δεν ήμουν εγώ η διαφορετική, απλά όλοι οι υπόλοιποι είχαν κοινότοπα μάτια. Δεν ήταν κατάρα τελικά, ήτανε ευλογία…
Γύρισε προς το μέρος μου.
-Έμαθα να ζω με αυτό και ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω πως ζούσα πριν.
-Μα πως; προσπάθησα να πω μα δεν με άφησε να συνεχίσω.
Στο πρόσωπό της διαγράφετε ένα τεράστιο χαμόγελο.
-Συνειδητοποίησα ότι πρέπει να υπάρχω για αυτά που έχω και όχι να πεθαίνω για αυτά χάθηκαν…
Με φίλησε γλυκά στο μάγουλο και έτσι απλά εξαφανίστηκε.
Μένω μόνος να κοιτάω την μέρα που ξεθωριάζει. Τα σύννεφα άρχισαν να διαλύονται, ίσως βγει και ο ήλιος. Όπως και να έχει, σίγουρα θα είναι μια ενδιαφέρουσα μέρα.
Μπορεί να τα ονειρεύτηκα όλα αυτά, μπορεί και όχι. Τα βήματα της όμως που έμειναν στο νωπό χορτάρι, μου δείχνουνε τον δρόμο…