Το λεωφορείο μπήκε ασθμαίνοντας στο χώρο στάθμευσης του ΚΤΕΛ. Ένας-ένας οι επιβάτες του άρχισαν να κατεβαίνουν, οι περισσότεροι μεγάλης ηλικίας. Τελευταία κατέβηκε η Σάρα, που παρά τα ογδόντα της χρόνια, αποφάσισε ότι αυτό το ταξίδι θα το έκανε· και ας ήτανε το τελευταίο της. Ο γιατρός δεν της είχε δώσει πολύ καιρό, ένα μήνα, ίσως και δύο.
Ντυμένη βαριά και στηριζόμενη στο μπαστούνι της, περπάτησε ξανά στο χώμα που είχε να πατήσει πενήντα έξι ολόκληρα χρόνια. Δάκρυα πλημμύρισαν τα ρυτιδιασμένα της μάγουλα ενώ το χιόνι έπεφτε στα –άλλοτε πλούσια-μαλλιά της. Πήρε μια βαθιά αναπνοή, όσο της επιτρέπανε τα γέρικα πνευμόνια της. Αρώματα τυλιγμένα με αναμνήσεις γέμισαν τα ρουθούνια της. Ο γλυκός αέρας της επιστροφής…
Κοίταξε γύρω της, όλα της φαινότανε αλλαγμένα. Τα σπίτια, τα αυτοκίνητα, ο κόσμος. Πιο κάτω μια ομάδα παιδιών, ντυμένα με χοντρά μπουφάν και κασκόλ, τραγουδούσαν τα κάλαντα. Ίσως τελικά, σκέφτηκε, δεν αλλάξανε όλα .
“Εδώσουν κόρη έμορφη
πανέργου θυγατέρα
την προξενούν για βασιλιά,
την προξενούν για Ρήγα
Δεν θέλει γιον του βασιλιά,
δεν θέλει γιο του Ρήγα
μον θέλει γιον του Καπετάν,
πώσει πολύ βλισίδα
Έχει αμπέλια δώδεκα,
χωράφια δεκαπέντε
έχει και μύλους δεκαουχτώ
μ’ όλους τους μυλωνάδες”
Χαμογέλασε. Τα θυμότανε ακόμα, μετά από τόσο καιρό.
Ξεκίνησε αργά –αργά για την παλιά της γειτονιά. Ήτανε αρκετά μακριά για την ηλικία της και την κατάστασή της. Δεν βιαζότανε όμως. Είχε όλο τον καιρό να θυμηθεί τα πάντα στην διαδρομή.
Κάθε της βήμα ήταν και μια θύμηση, κάθε γωνιά και ένα ξεχασμένο μυστικό. Θυμότανε σιγά – σιγά τα πάντα. Αλήθεια, σαν να ήτανε χτες…
Παρασκευή 24 Μαρτίου 1944. Ήταν μια καθαρή αν και κρύα μέρα, σαν και τις προηγούμενες. Ο Αβραάμ, ο πατέρας της, ήταν πίσω από τον πάγκο και τύλιγε το τόπι με το ύφασμα. Υφασματέμπορος στο επάγγελμα και πολύ σεβαστός στην εβραϊκή κοινότητα μα και στο σύνολο των Καστοριανών, απολάμβανε την συζήτηση με τον εγκάρδιο του φίλο τον Μιχάλη, τον γουνέμπορο. Η ίδια μαζί με την Άννα σε μία γωνιά παίζανε γελώντας.
-Ηρέμησαν πολύ τα πράγματα τώρα τελευταία με τους Γερμανούς, είπε ο πατέρας της.
-Και αυτό είναι που με ανησυχεί, του είπε σκεφτικός ο Μιχάλης..Δεν τους εμπιστεύομαι.
-Ηρέμησε και μην είσαι τόσο καχύποπτος, είπε χαμογελώντας. Περάσαμε τόσα, ίσως αποφάσισαν να μας αφήσουν στην ησυχία μας πια…
Το βλέμμα του πλανήθηκε έξω από την βιτρίνα. Δεν το πολυπίστευε ούτε ο ίδιος. Με κάποιο τρόπο όμως έπρεπε να κάνει τον εαυτό του να νιώσει ασφαλής. Κοίταζε την Σάρα και την Άννα που γέμιζαν με αθώα και αβίαστα γέλια τον χώρο και έτρεμε για το μέλλον τους.
-Σάρα, Άννα, τους είπε, άντε έξω να παίξετε για να μιλήσουν οι μεγάλοι.
Βγήκαν έξω στο δρόμο, στο Τσαρσί. Τα αγόρια με τους βόλους παίζανε στην αλάνα, άλλοι με τις γκαζές και άλλοι με τους χωμάτινους. Παραδίπλα κάποια κορίτσια τραγουδούσαν την Μικρή Ελένη και μια παρέα κυλούσαν τα σιδερένια τους τσέρκια με τα ραβδιά τους. Παντού τριγύρω έκαναν αισθητή την παρουσία τους Γερμανοί στρατιώτες που έκαναν περιπολία.
Ξαφνικά η Άννα την έπιασε από τα μπράτσα και κοιτώντας στην κατάματα της είπε:
-Κάποια στιγμή, αυτός ο πόλεμος θα τελειώσει, μα εμείς δεν θα χωρίσουμε ποτέ, μου το υπόσχεσαι;
Η Σάρα πέρασε την πλατεία Ομόνοιας και ανηφόρησε την οδό Μητροπόλεως. Κοντοστάθηκε στο σημείο που κάποτε ήτανε το μαγαζί και το σπίτι τους. Τίποτα δεν τα θύμιζε. Στην θέση τους είχαν ξεφυτρώσει τσιμεντένια εκτρώματα, οι χωμάτινες αλάνες είχαν γίνει θέσεις παρκαρίσματος.
Η αδύναμη καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Της ερχότανε να κλάψει μα κρατήθηκε. Κάθισε στα σκαλιά μιας πολυκατοικίας και σκούπισε τον ίδρωτα από το μέτωπο με το μαντήλι της.
-Μικρή μου Άννα, ψιθύρισε και της ξέφυγε ένας λυγμός.
Τίποτα δεν μπορούσε να τις προετοιμάσει για το κακό που θα ακολουθούσε. Δεκατριών χρονών και τα δύο, ανέμελα χαμογελαστά κορίτσια. Είχε σουρουπώσει πια, ο πατέρας Αβραάμ, η μητέρα Ρεβέκκα και εκείνη μαζεμένοι γύρω από το τραπέζι να λένε την προσευχή. Ξάφνου ακούστηκαν άγριες φωνές και προσταγές στα γερμανικά. Ακολούθησαν τσιρίδες και κλάματα. Οι γονείς κοιτάχτηκαν στα μάτια έντρομοι μα δεν έχασαν χρόνο. Η μητέρα την άρπαξε από το χέρι βιαστικά. Η Σάρα έκλαιγε με λυγμούς.
-Άκουσε με, της είπε αυστηρά. Κρύψου εδώ μέσα και μη βγάλεις τσιμουδιά!
-Μαμά…!
-Γρήγορα! Δεν έχουμε χρόνο!
Και λέγοντας αυτά, άνοιξε μια καταπακτή στο πάτωμα, την έχωσε βιαστικά μέσα και έκλεισε την πόρτα. Βρέθηκε ξάφνου στο απόλυτο σκοτάδι σε ένα χώρο που μετά βίας χωρούσε ξαπλωμένη. Βαριές πατημασιές ακούστηκαν στο ξύλινο πάτωμα, φωνές και βρισίματα. Και έπειτα σιωπή…
Η Σάρα έμεινε κοκαλωμένη από την τρομάρα της , χωρίς σχεδόν να αναπνέει. Τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα και τρέμοντας ολόκληρη, απάγγελνε από μέσα της συνεχώς το Σσεμονά Εσρέ.
Πέρασαν ατέλειωτες ώρες φρικτής αγωνίας στην σκοτεινή της φυλακή μα δεν τολμούσε να ξεμυτίσει από εκεί μέσα. Παρακαλούσε μέσα στο μαρτύριο της, να είναι καλά οι γονείς της, να γυρίσουν να την πάρουν. Όλο αυτό να είναι απλά ένα κακό όνειρο και όταν ξανά άνοιγε τα μάτια της να έχει τελειώσει ο εφιάλτης της.
Ξάφνου ακούστηκε ξανά η πόρτα να ανοίγει και βήματα να ψάχνουν το σπίτι. Πάγωσε ολόκληρη, ξανάρχισε το βουβό της κλάμα. Άκουσε τα βήματα να την πλησιάζουν και έκλεισε με τα χέρια της το στόμα να μην ακουστεί ο λυγμός της.
Τα βήματα σταμάτησαν έξω από την ντουλάπα.
«Χάθηκα»… Σκέφτηκε.
-Σάρα; άκουσε μια γνώριμη φωνή. Σάρα, που είσαι;
Ήταν ο Μιχάλης. Άνοιξε την καταπακτή και την πήρε αγκαλιά. Είχε ξεσπάσει σε λυγμούς και δεν μπορούσε να σταματήσει.
-Πρέπει να φύγουμε, δεν είμαστε ασφαλείς εδώ…
Ήταν εκτός τόπου και χρόνου.
-Ο μπαμπάς; Που είναι ο μπαμπάς;
Την ταρακούνησε δυνατά.
-Πρέπει να φύγουμε, με καταλαβαίνεις;
Κούνησε το κεφάλι της έντρομη. Την σκέπασε πρόχειρα με μια κουβέρτα και κατέβηκε τις ξύλινες σκάλες. Έριξε κλεφτές ματιές από την πόρτα και μόλις διαπίστωσε ότι ο δρόμος ήταν καθαρός έφυγε τρέχοντας για το σπίτι του. Ήταν βράδυ και χιόνιζε. Όσο ζει θα την θυμάται εκείνη την στιγμή. Το χιόνι που έπεφτε ήτανε μαύρο. Όπως είπανε αργότερα αυτό, οφείλονταν στις στάχτες του Βεζούβιου, αλλά αυτήν ήξερε την αλήθεια…
Όλα στην συνέχεια έγινα πολύ γρήγορα. Φυγαδεύτηκε από τον Μιχάλη, μέσα σε ένα φορτίο με γούνες. Καθότι το στενό πέρασμα, ο λαιμός της Καστοριάς, φυλάσσονταν πολύ αυστηρά, λάδωσε τους κατάλληλους ανθρώπους προκειμένου να περάσουν. Έφτασε στην Θεσσαλονίκη και από εκεί με βαπόρι λαθραία στην Παλαιστίνη. Τους γονείς της, δεν τους ξανά είδε. Πεθάνανε και οι δύο στο κρεματόριο του Άουσβιτς. Και η φίλη της η Άννα, που είχανε δώσει όρκο να μην χωρίσουνε ποτέ, σκοτώθηκε στο αντάρτικο μαζί με το πατέρα της, λίγα χρόνια μετά. Καταραμένα χρόνια…
Καθισμένη ακόμα στα σκαλιά, η Σάρα έκλαιγε πια με λυγμούς. Μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια, δεν ευτύχισε να κάνει οικογένεια. Έμεινε μονάχη της όλα αυτά τα χρόνια αφού όλοι αυτοί που αγαπούσε κάποτε χαθήκανε τόσο, μα τόσο άδικα. Τα δάκρυα θαρρείς και σμίγανε με την λίμνη. Κουράστηκε πια τόσα χρόνια, ήθελε η ψυχή της να λυτρωθεί πια. Να ξορκίσει το κακό. Να κλείσει τα μάτια της και να πεθάνει πια αναπαυμένη, ειρηνικά.
Σαλόμ…