Μαρία Δανιήλ: Castor, Castrum, Castris

Κάποτε, όχι παλιά αλλά ούτε και σε εποχές του μακρινού μέλλοντος, υπήρχε μια μικρή πόλη χτισμένη πλάι σε μια παγωμένη λίμνη, σκαρφαλωμένη σε απόκρημνα βράχια και κρυμμένη στις σκιές ψηλών, κωνοφόρων δέντρων, με συντρίμμια απ’ τα παλιά της τείχη και κάστρα διάσπαρτα παντού, κουβαλώντας μνήμες απ’ τα περασμένα. Το όνομα της εδώ δεν θα το αποκαλύψω, ίσως και πουθενά αλλού και κατά πάσα πιθανότητα λίγοι θα το θυμούνται τώρα πια. Πάντως προερχόταν από λέξεις που δημιουργούν παρόμοιους ήχους, όταν προφέρονται από ανθρώπου χείλη. Κάστορας, κάστρο.

Αυτή, λοιπόν, η πόλη του βορά ήταν κάτι παραπάνω από μαγική, όπως είναι άλλωστε όλα εκείνα τα μέρη που καλύπτονται από παχιά ομίχλη τον χειμώνα και που βρέχονται από απότομες μπόρες το καλοκαίρι. Η άνοιξη και το φθινόπωρο δεν υπήρχαν για την μικρή μας πόλη. Ο καιρός ήταν είτε παγωμένος, είτε απλά κρύος και όταν η λίμνη, που είχε πάρει τ’ όνομα της από κάποιον ήρωα αρχαίας τραγωδίας, πάγωνε, οι Νηρηίδες κρύβονταν στην Σπηλιά του Δράκου και οι Γοργόνες ταξίδευαν αντίθετα στους τρεις ποταμούς που χύνονταν στην λίμνη για να βρουν ένα πιο θερμό καταφύγιο.

Μόλις σουρούπωνε οι Γκαλιότρυπες, οι φωλιές δηλαδή που έφτιαχναν οι γκάλιες στα βράχια για να προστατέψουν τα αυγά τους, άναβαν μια προς μια, κάνοντας την πλαγιά του βουνού να μοιάζει καλυμμένη με παχύρευστη λάβα. Ήταν οι φωτιές των Μεταμορφωτιστών που ζούσαν εκεί, κοντά στα πουλιά και τ’ άλλα ζώα, ελεύθεροι να αφήσουν την δεύτερη τους φύση να έρθει στην επιφάνεια.

Τις νύχτες με ξάστερο ουρανό το Φίδι σερνόταν έξω απ’ την φωλιά του, σύριζε και με την ουρά του γκρέμιζε τα βράχια απ’ τις πλαγιές, ενώ τις νύχτες χωρίς φεγγάρι ο Ντόντος ντυνόταν στα μαύρα και περπατούσε στα στενά σοκάκια, προς αναζήτηση του επόμενου γεύματος του, διψασμένος για αίμα και πεινασμένος για ζεστή και μαλακή σάρκα. Τα μικρά παιδιά τέτοιες νύχτες γύριζαν στα σπίτια τους πολύ πριν πέσει ο ήλιος.

Σαράντα έξι ημέρες πριν το χειμερινό ηλιοστάσιο ένα αχνό μονοπάτι διαγραφόταν στην επιφάνεια της λίμνης που την διέσχιζε από τον βορρά προς τον νότο. Ήταν τα πνεύματα που έβγαιναν απ’ τους τάφους των θνητών τους σωμάτων και κατευθύνονταν στα βουνά, απαντώντας στο κάλεσμα των μαγισσών.

Από τότε και μέχρι το τέλος του χειμώνα στον δρόμο γύρω απ’ την λίμνη ακούγονταν οι χτύποι οπλών αλόγου, ήπια χλιμιντρίσματα και δυνατές καμτσικιές. Ήταν ο Σιδερένιος Άρχοντας που απαλλαγμένος απ’ τα δεσμά του τάφου του, γύρευε εκδίκηση για την χαμένη του αγάπη και ορκιζόταν στον άνεμο, την μάνα γη και τον μέγα ουρανό πως αυτή τη φορά θα σκότωνε τον Δράκο και θα έπαιρνε μαζί του το χρυσάφι που έκρυβε στις γωνιές και τις υπόγειες λίμνες της σπηλιάς του.

Και η Ίτια, παγιδευμένη για πάντα στο μεταίχμιο των δυο κόσμων, έκλαιγε γοερά καθισμένη στα μικρά βραχάκια γύρω απ’ την λίμνη ή κρυμμένη στις βάρκες των ψαράδων. Ήταν όμορφη παρά την άχρωμη και διάφανη μορφή της, γι’ αυτό και οι άντρες της πόλης μαγεύονταν με μια της ματιά και ήταν αιώνια σκλάβοι της. Εγκατέλειπαν τα σπίτια τους και τις οικογένειες τους, έχαναν την λαλιά τους και τελικά έβρισκαν τον θάνατο στον πυθμένα της λίμνης, σε μια προσπάθεια τους να την ακολουθήσουν, καθώς διέσχιζε την επιφάνεια του νερού ακροπατώντας. Ήταν, βλέπετε, και ο Θεός της Λίμνης που έπρεπε να τραφεί κι έτσι συχνά πυκνά κάποιος θα έκανε το τελευταίο του ταξίδι στα θολά νερά.

Κάθε μήνα, δύο νύχτες πριν την πανσέληνο, οι κάτοικοι της πόλης με δάδες στα χέρια και οπλισμένοι με ξύλινα παλούκια, αγιασμένο νερό και σκόρδα, έπαιρναν τον δρόμο προς το νεκροταφείο. Χωρισμένοι σε ομάδες όργωναν τον λόφο και άνοιγαν τους φρέσκους τάφους για να παλουκώσουν πτώματα, αλλιώς θα γεννιόντουσαν ξανά στην αγκαλιά της νύχτας και θα τους μεγάλωνε η ίδια η πανσέληνος στα χέρια της, ταΐζοντας τους ζεστό αίμα, ενώ η ψυχή τους θα ήταν καταραμένη να πλανιέται για πάντα στην γη. Οι βουρκόλακες δεν είχαν καμία θέση σ’ αυτόν τον τόπο.

Ο τελευταίος βουρκόλακας γεννήθηκε στην πόλη πριν διακόσια –ίσως και περισσότερα- θερινά και χειμερινά ηλιοστάσια. Από τότε ζούσε στην πιο ψηλή κορφή, στο κάστρο που έχτισε για τον εαυτό του με την βοήθεια, όπως λένε οι κάτοικοι, των δαιμόνων. Κάθε βράδυ, λίγο μετά τις φωτιές των Μεταμορφωτιστών, τα παράθυρα του κάστρου φωτίζονταν μ’ ένα περίεργο κι έντονο κόκκινο φως που έκανε την κορυφή να ξεχωρίζει σαν φάρος μέσα στο σκοτάδι, ακόμα και όταν τα πάντα καλύπτονταν από ομίχλη.

Κι όταν το χιόνι, που έπεφτε παχύ κάθε χρόνο πάγωνε, λύκοι κατέβαιναν τρέχοντας και ουρλιάζοντας απ’ την κορυφή. Κατασπάραζαν τα ζώα των κατοίκων και αλίμονο ποιος θα βρισκόταν στον δρόμο τους. Οι γηραιοί έλεγαν πως αυτός τους έστελνε, ότι αυτός μεταμορφωνόταν σε έναν και δυο και τρεις και δέκα ακόμα λύκους για να σβήσει την δίψα του υπό το φως της ημέρας. Ήταν αδύναμος την ημέρα και ειδικά εκείνες με χιόνι που μέχρι και οι αδύναμες ακτίνες του ήλιου έκαναν αντανάκλαση στην κατάλευκη επιφάνεια.

Οι κοπέλες που είχαν ζευγαρώσει μαζί του, κατέβαζαν το κεφάλι ακούγοντας αυτές τις ιστορίες και έκρυβαν τα Χαρισματικά παιδιά τους την νύχτα, από φόβο μήπως και τους τα κλέψει εκείνος ή οι μάγισσες. Τα Χαρισματικά παιδιά ζούσαν και μεγάλωναν ανακατεμένα με τους απλούς θνητούς, όμως σύντομα ξεχώριζαν και πολύ πριν την ενηλικίωση τους έπαιρναν τον δρόμο για τα βουνά ή τις Γκαλιότρυπες. Ήταν μάντεις, τηλεπαθητικοί, τηλεκινητικοί, θεραπευτές, έλεγχαν τα στοιχεία της φύσης και τον καιρό, ενώ κάποιοι από αυτούς ήταν σε διαρκή επικοινωνία με τον κόσμο των νεκρών και των πνευμάτων.

Οι Χαρισματικοί, λοιπόν, διοργάνωναν κάθε χρόνο μια τριήμερη γιορτή λίγες ημέρας μετά τον ερχομό του νέου έτους, στην καρδιά του χειμώνα. Ντύνονταν με αστείες φορεσιές, χόρευαν και τραγουδούσαν στους δρόμους και τα σοκάκια, χτυπούσαν μεγάλες κουδούνες που έπαιρναν απ’ τα ζώα και για να ζεσταθούν έπιναν κρασί. Έτσι, με τα τραγούδια τους και τον χορό τους, έδιωχναν τα κακά πνεύματα, για να έχουν μια καλή χρονιά.

Όμως πια τίποτα από αυτά δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, ωστόσο ήταν όλα αληθινά. Κι αν γράφω αυτές τις λέξεις σε τούτο το κιτρινιάρικο και άψυχο χαρτί είναι για να δημιουργήσω ζωή με τον μοναδικό τρόπο που μου έχει απομείνει και να φτιάξω ξανά απ’ την αρχή τον κόσμο μου που γκρεμίστηκε μέσα σε μια μονάχα νύχτα.

Κάποιος κάποτε είπε πως οι σκέψεις, οι ιδέες δημιουργούν πραγματικότητα. Αυτό κάνω κι εγώ. Με πρώτη ύλη την αλήθεια του νεκρού παρελθόντος, δημιουργώ πραγματικότητα. Είθε να ζήσω μέσα της τις τελευταίες μέρες που μπορεί να μ’ απομένουν. Το όνομα μου είναι Ακάνθια και αυτή είναι η ιστορία μου.

Μαρία Δανιήλ
Η Μαρία Δανιήλ γεννήθηκε στην καρδιά του χειμώνα σε μια μεγάλη πόλη δίπλα στην θάλασσα, ωστόσο μεγάλωσε σε μια μικρή πόλη δίπλα σε μια λίμνη. Όνειρο της είναι ν’ ανοίξει το δικό της βιβλιοπωλείο, αλλά μέχρι να πραγματοποιηθεί αυτό, σπουδάζει ψυχολογία στην Θεσσαλονίκη. Λατρεύει τον βροχερό καιρό, τα παλιά βιβλία, τη μουσική και το τσάι. Ξεκίνησε να γράφει ένα υπερβολικά ηλιόλουστο πρωινό του καλοκαιριού και έκτοτε δεν έχει σταματήσει.

ΠΗΓΗ: nyctophilia.gr

Leave a Reply

Your email address will not be published.