Τι σημαίνει η νίκη Μπάιντεν για την Ευρώπη – Τι ρόλο θα παίξει ο παράγοντας Κίνα

Τι σημαίνει η νίκη Μπάιντεν για την Ευρώπη – Τι ρόλο θα παίξει ο παράγοντας Κίνα

Μέσα στις τελευταίες ημέρες και εβδομάδες, οι κυβερνήσεις της Ευρώπης αντιμετώπισαν το εκλογικό “σασπένς” στις ΗΠΑ ως εξίσου συγκλονιστικό και ως ανάλογη πηγή φόβου σε σχέση με τον μέσο Αμερικανό.

Μετά από τέσσερα χρόνια προσβολών και “σνομπισμού” εκ μέρους του Λευκού Οίκου, οι Ευρωπαίοι ελπίζουν απεγνωσμένα σε μια επιστροφή στη διπλωματία και την συμμαχική πολιτική, μια επάνοδο στην επιδίωξη σταθερότητας και διεθνούς τάξης.

Ωστόσο, οι Ευρωπαίοι δεν είναι τόσο ανόητα αφελείς ώστε να πιστεύουν ότι μια προεδρία του Τζο Μπάιντεν θα σηματοδοτήσει την επάνοδο της γνωστής Pax Americana που σφράγισε την περίοδο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η φιλελεύθερη διεθνής τάξη πραγμάτων έχει διαρραγεί οριστικά, ακόμη κι αν μπορούν να σωθούν ορισμένα τμήματά της.

Την άνοιξη, ο Francois Heisbourg, Γάλλος πρώην διευθυντής του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών, έγραφε: “Το καλύτερο που μπορεί να ελπίζει το ΝΑΤΟ μετά τον Τραμπ είναι ένα τρανταζόμενο άθροισμα συμμάχων που θα ασχολούνται με τη διατήρηση μεταξύ τους ισορροπιών περισσότερο από ποτέ”.

Το βλέμμα των ΗΠΑ οριστικά πια στραμμένο σε Ειρηνικό – Κίνα

Υπάρχει μια αναγνώριση του γεγονότος ότι οι στρατηγικές προτεραιότητες των ΗΠΑ έχουν αναπροσανατολιστεί προς την Κίνα. Ο Μπάιντεν θα είναι πρόθυμος να ασχοληθεί με τους φόβους και τις ευαισθησίες της Ευρώπης μόνο εάν υπάρχει ουσιαστική ευρωπαϊκή υποστήριξη στην αμερικανική αποφασιστικότητα για αντίσταση στις θεωρούμενες ως κινεζικές φιλοδοξίες και “επιδρομές” σε νέους χώρους, με άλλα λόγια στον επεκτατισμό του Πεκίνου.

Αυτό δεν συνεπάγεται απαραιτήτως μια ευρωπαϊκή προθυμία για εμπλοκή σε οποιουδήποτε είδους “θερμή” αντιπαράθεση στον Ειρηνικό ή την υποχρέωση των Ευρωπαίων να κάνουν μια απόλυτη επιλογή μεταξύ των ΗΠΑ και του αντιπάλου τους στην Ασία.

Ωστόσο, η ψυχρή υποδοχή που επιφυλάχθηκε στον Wang Yi, υπουργό Εξωτερικών της Κίνας, κατά τη διάρκεια της περιοδείας του στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες τον Αύγουστο έδειξε ότι οι ηγέτες της ηπείρου δεν είναι πλέον πρόθυμοι να συναινούν σιωπηρά στις υπερβάσεις της κυβέρνησής του. Επιστρέφοντας στον Heisbourg: “Η τάση δεν είναι πια να αντιμετωπίζουμε την Κίνα ως μια μεγαλύτερη Ιαπωνία με λίγα προβλήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων”.

Το κύριο ευρωπαϊκό άγχος αφορά μια συνεκτική ασιατική στρατηγική, η οποία σήμερα λείπει. Η πολιτική των ΗΠΑ θεωρείται ως μια σειρά από αιφνίδια πλήγματα, με ανταλλαγές προσβολών στο ενδιάμεσο. Οι Βρετανοί, ειδικότερα, θα ήθελαν να δουν μια νέα έκδοση του διάσημου Long Telegram του Τζορτζ Κένναν, γραμμένο από την πρεσβεία των ΗΠΑ το 1946, το οποίο έγινε το πρότυπο “ανάσχεσης” της Σοβιετικής Ένωσης για τις επόμενες τέσσερις δεκαετίες.

Ρωσία και Ιράν

Υπάρχουν ελπίδες ότι μια νέα αμερικανική κυβέρνηση θα δράσει γρήγορα προκειμένου να αναβιώσει τις ρυθμίσεις και τις διαπραγματεύσεις για τον έλεγχο των εξοπλισμών με τη Ρωσία. Όπως έχουν τα πράγματα σήμερα, εντός λίγων μηνών δεν θα υπάρχουν συμφωνίες περιορισμού των εξοπλισμών μεταξύ Ανατολής και Δύσης, με τη συμφωνία για τα πυρηνικά όπλα μέσης εμβέλειας να είναι ήδη νεκρή και τη Νέα START να λήγει τον Φεβρουάριο.

Είναι μια εντελώς ιδιαίτερη κατάσταση το γεγονός ότι, μετά από 60 χρόνια κατά τα οποία ο έλεγχος των εξοπλισμών θεωρείτο ένας από τους κομβικότερους σκοπούς του διαλόγου μεταξύ Δύσης και Σοβιετικής Ένωσης (και στη συνέχεια της Ρωσίας) σήμερα είμαστε κοντά στο να μην έχουμε καθόλου περιορισμούς. Ευτυχώς, δεν είναι πολύ αργά για να τους ανακτήσουμε.

Οι Ευρωπαίοι επιδιώκουν τη σύναψη μιας νέας πυρηνικής συμφωνίας με το Ιράν. Αποδέχονται ότι το παλαιό Κοινό Ολιστικό Σχέδιο Δράσης της κυβέρνησης του Μπαράκ Ομπάμα είναι νεκρό. Υπάρχει επίσης αναγνώριση του γεγονότος ότι οποιαδήποτε μελλοντική συμφωνία θα πρέπει να περιλαμβάνει κρίσιμες διατάξεις οι οποίες έλειπαν από τη συμφωνία του 2015 για περιορισμό του ιρανικού τυχοδιωκτισμού στη Μέση Ανατολή και για την αποφυγή ανάπτυξης πυρηνικών όπλων από πλευράς Τεχεράνης.

Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δεν έκανε λάθος στα πάντα. Τα καλά νέα είναι ότι το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα δεν είναι κατά κανέναν τρόπο μη αναστρέψιμο. Υπάρχει σχεδόν σίγουρα περιθώριο για νέες διαπραγματεύσεις. Ωστόσο, μια κυβέρνηση Μπάιντεν αναμένεται να επιδείξει λιγότερο ενθουσιασμό έναντι της ισραηλινής κυβέρνησης του πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου, την οποία οι Ευρωπαίοι θεωρούν εχθρό της προόδου προς την ειρήνη στη Μέση Ανατολή.

Το μέλλον του NATO

Ο Οργανισμός της Συνθήκης του Βόρειου Ατλαντικού (NATO) παραμένει το επίκεντρο των περισσότερων ευρωπαϊκών ελπίδων – και φόβων. Είναι η μόνη συμμαχία ασφαλείας της Δύσης με πραγματική ουσία. Ωστόσο, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, δυσκολεύτηκε σοβαρά να ορίσει έναν νέο κοινό σκοπό. Ο ρόλος του στις επεμβάσεις της δεκαετίας του 1990 στο Κόσοβο και τη Βοσνία, στη συνέχεια στη Λιβύη το 2011, κράτησε την πίστη ζωντανή, επάνω όμως σε ασταθή θεμέλια.

Πολλά μέλη φοβούνται για την ίδια την επιβίωση του ΝΑΤΟ εν μέσω των “υπερβάσεων” του προέδρου της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, της περιφρονητικής μεταχείρισης του θεσμού εκ μέρους του Τραμπ και του ισχυρισμού του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν το 2019 ότι το ΝΑΤΟ είναι “εγκεφαλικό νεκρό”.

Εξετάζοντας το μέλλον της συμμαχίας, πρέπει πρώτα να αναλογιστούμε την κατάσταση της Ρωσίας, η οποία είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη της Κίνας. Η τελευταία είναι μια ισχυρή και αναμφισβήτητα ανερχόμενη δύναμη. Η πρώτη είναι θεμελιωδώς αδύναμη, ανίκανη να κατασκευάσει μια ηλεκτρική τοστιέρα την οποία θα αγόραζαν όλοι οι Ρώσοι.

Παρ’ όλα αυτά, όπως αναφέρεται συχνά, ο πρόεδρος Βλάντιμιρ Πούτιν, παίζει το “φτωχό” του χαρτί με επιδεξιότητα. Απαιτεί έναν σεβασμό για τη χώρα του τον οποίο η συμπεριφορά και τα επιτεύγματά της – με ένα ΑΕΠ μικρότερο εκείνου της Ιταλίας – δεν εμπνέουν.

Εκμεταλλεύεται τις μοναδικές σημαντικές εξαγωγές του: πετρέλαιο, φυσικό αέριο και φόβο. Ανώτερος αξιωματικός του βρετανικού στρατού μού έλεγε με μια δόση θλίψης ότι ήταν πιο εύκολο να διαχειριστεί κανείς την αντιπαράθεση της Δύσης με τη Σοβιετική Ένωση, η συμπεριφορά της οποίας ήταν προβλέψιμη, σε σχέση με εκείνη της “τυχοδιωκτικής κλεπτοκρατίας” του Πούτιν.

Το στοίχημα των αμυντικών δαπανών

Οι Ευρωπαίοι, και ιδίως οι Γερμανοί, υπερασπίζονται τον εαυτό τους έναντι των κατηγοριών ότι δεν εισφέρουν το προσδιορισμένο μερίδιό τους στο αμυντικό κόστος του ΝΑΤΟ, επιμένοντας ότι η αντιπαράθεση με τους Ρώσους του σήμερα απαιτεί περισσότερο διπλωματία και λιγότερο άρματα μάχης.

Φυσικά αυτό το επιχείρημα αποτελεί ενός είδους “αυτοεξυπηρέτηση”, ωστόσο οι Γερμανοί πιστεύουν ότι η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ αξίζει περισσότερα εύσημα σε σχέση με εκείνα που λαμβάνει από την Ουάσιγκτον για την αποφασιστική αντίθεσή της στην κατάληψη της Κριμαίας από τη Ρωσία και για την υποστήριξή της στις οικονομικές κυρώσεις κατά του Κρεμλίνου.

Ποια ρεαλιστική προοπτική υπάρχει η Ευρώπη να αυξήσει τις αμυντικές της δαπάνες; Ο υπουργός Οικονομικών της Βρετανίας, η οποία αντιμετωπίζει ένα τρομακτικό επίπεδο δημόσιου χρέους με φόντο την πανδημία της Covid-19, αντιστέκεται σε έναν νέο τριετή χρηματοοικονομικό διακανονισμό για την Άμυνα, ο οποίος θα αύξανε τις στρατιωτικές δυνατότητες της χώρας.

Ωστόσο, ο πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον νιώθει “απελπισμένα” την ανάγκη να εξασφαλίσει μια αντιμετώπιση θετικού πνεύματος από μια κυβέρνηση Μπάιντεν, η οποία – όπως αντιλαμβάνεται – δεν θα ξεκινήσει με καμία ιδιαίτερα θετική προδιάθεση έναντι του ιδίου, όπως εκείνη που έδειχνε ο Τραμπ.

Η εικασία μου είναι ότι ο Τζόνσον θα επιμείνει σε μια “ορατή” αύξηση αμυντικών δαπανών, ως ένδειξη σοβαρών προθέσεων έναντι της Ουάσιγκτον, με την οποία χρειάζεται μια εμπορική συμφωνία για την μετά Brexit εποχή.

Είναι σχεδόν αδιανόητο η Γερμανία να ενισχύσει τις ένοπλες δυνάμεις της ή να επιδείξει περισσότερη βούληση για συμμετοχή σε θερμές στρατιωτικές περιπέτειες. Το “μότο” του Βερολίνου παραμένει: “Ποτέ ξανά. Ποτέ μόνοι. Πολιτική πριν και πάνω από κάθε άσκηση βίας”.

Η Γαλλία παραμένει στρατιωτική δύναμη, ωστόσο η υπόλοιπη Ευρώπη δεν διαθέτει ούτε τα μέσα ούτε την επιθυμία να αυξήσει την πολεμική της ικανότητα.

Αυτό είναι θλιβερό, στα μάτια εκείνων από εμάς που πιστεύουμε ότι ο καλύτερος τρόπος για να αποφύγουμε έναν πόλεμο είναι να φαινόμαστε ικανοί να διεξαγάγουμε: εάν κάθε ευρωπαϊκό έθνος ενέγραφε στον προϋπολογισμό του δαπάνες 3% του ΑΕΠ για την άμυνα, αυτό θα αύξανε τις τρέχουσες δαπάνες των περίπου 160 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως κατά 50%.

Παρόλο που ο Μπάιντεν αναμένεται να αποσύρει την απειλή του Τραμπ για απομάκρυνση 12.000 Αμερικανών στρατιωτικών από τη Γερμανία, οι εντάσεις σχετικά με την ανισότητα μεταξύ των δαπανών των ΗΠΑ και εκείνων της Ευρώπης θα συνεχιστούν και αυτό είναι κατανοητό.

Οι κίνδυνοι για τη Βαλτική

Το κλειδί για μια επιτυχή εξωτερική πολιτική είναι να λέει κανείς εκείνο που εννοεί και να εννοεί εκείνο που λέει. Είμαι ιδιαίτερα ανήσυχος για την ασφάλεια των κρατών της Βαλτικής, όπου η Ρωσία προκαλεί διαρκή αναταραχή. Οι χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ στέλνουν συμβολικού μεγέθους στρατιωτικά τμήματα στη Λετονία, τη Λιθουανία και την Εσθονία για στρατιωτικές ασκήσεις, προκειμένου να επισημάνουν την προθυμία τους να υπερασπιστούν τους μικρότερους “αδελφούς” τους στο ΝΑΤΟ έναντι της ρωσικής επιθετικότητας.

Είναι ιδιαίτερα πιθανό, ωστόσο, εάν το Κρεμλίνο κινηθεί εναντίον των Βαλτικών, να ενεργήσει μέσω εσωτερικών ανατρεπτικών ενεργειών και δι’ “αντιπροσώπων” σε αυτές τις χώρες αντί να προχωρήσει σε μια εξωτερική εισβολή. Υπό αυτές τις συνθήκες, θα μπορούσε να αποδειχθεί εξαιρετικά δύσκολο να κινητοποιηθεί η πολιτική βούληση στη Δυτική Ευρώπη για την υπεράσπισή τους, όποιες εγγυήσεις κι αν παρέχουν σήμερα πολιτικοί ηγέτες και στρατηγοί.

Στην ανατολική πλευρά του Ατλαντικού, υπάρχει μια ευρεία αναγνώριση ότι εάν το ΝΑΤΟ πρόκειται να παραμείνει μια οντότητα με ουσία, όπως ευσεβώς ελπίζουν οι Ευρωπαίοι, πρέπει να ασχοληθεί με το ζήτημα Κίνα.

Βραχυπρόθεσμα, η Ρωσία, στην πραγματικότητα ένα κράτος-γκάνγκστερ, αντιμετωπίζεται καλύτερα μέσω στοχοθετημένων κυρώσεων κατά των “λοχαγών” του Πούτιν και των οικογενειών τους. Η Βρετανία παραμένει ιδιαίτερα αδύναμη από αυτή την άποψη, καθώς τεράστια ποσά ρωσικού χρήματος ξεπλένονται, πολύ κερδοφόρα, μέσω του City του Λονδίνου.

Προκειμένου, ωστόσο, να προσφέρει κανείς μια αξιόπιστη απάντηση στην ολοένα και αυξανόμενη δύναμη της Κίνας, απαιτείται σκληρή, κλασσικού τύπου στρατιωτική δύναμη.

Πριν από λίγα χρόνια, μου ζητήθηκε να απευθυνθώ σε μια αντιπροσωπεία Κινέζων στρατηγών που επισκέπτονταν το Λονδίνο σχετικά με το τότε νέο μου βιβλίο σχετικά με το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Ένας από αυτούς ρώτησε εάν έβλεπα κάποια παραλληλία μεταξύ του τότε και του σήμερα. Ναι, απάντησα. Η υπέρτατη ειρωνεία του 1914 ήταν ότι η Γερμανία βρισκόταν τότε σε έναν ακαταμάχητο δρόμο προς την κυριαρχία στην Ευρώπη, μέσω της ειρηνικής οικονομικής, τεχνολογικής και βιομηχανικής δύναμης. Η απόφαση του Κάιζερ Γουλιέλμου του Β΄ να καταφύγει στον πόλεμο, η οποία βασίστηκε στην “παιδιάστικη” πίστη στη στρατιωτική επιτυχία ως μόνο μέτρο εξουσίας και ισχύος, ανέτρεψε αυτή την γερμανική πορεία.

Δεν θα έπρεπε να μελετήσει το Πεκίνο, αναρωτήθηκα, αν οτιδήποτε διακυβεύεται στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας αξίζει την αποδοχή του κινδύνου ενός τρομερού ατυχήματος μεταξύ υπερδυνάμεων στην περιοχή; Ο στρατηγός απάντησε: “Μα έχουμε διεκδικήσεις εκεί!”. Είναι αλήθεια, απάντησα, ωστόσο το ερώτημα εξακολουθεί να χρήζει απάντησης.

Δεν είμαι τόσο αφελής ώστε να υποθέσω ότι είτε οι συγκεκριμένοι αξιωματικοί είτε η κυβέρνησή τους έχουν τη διάθεση να λάβουν ιδιαίτερα υπ’ όψιν τους το συγκεκριμένο επιχείρημα.

Η αναβίωση της διπλωματίας

Τουλάχιστον εξίσου σημαντικό με όλα τα παραπάνω ζητήματα, στον καθορισμό των ευρωπαϊκών ελπίδων για τη νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ, είναι η επικείμενη αλλαγή στυλ.

Υπάρχει μια λαχτάρα για αναβίωση της διπλωματίας, η οποία απαιτεί ένα μεγάλο έργο “αναστήλωσης” του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών (Στέιτ Ντιπάρτμεντ). Σχεδόν όλοι μας είμαστε παθιασμένοι πιστοί στις συνεργασίες και τις συμμαχίες. Η αμερικανική συμμετοχή χρειάζεται απεγνωσμένα προκειμένου προκειμένου να πνεύσει νέος αέρας στον σχεδιασμό έναντι της κλιματικής αλλαγής, τον οποίο θεωρούμε μια σύγχρονη “σταυροφορία”, καθώς και στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και στα Ηνωμένα Έθνη. Ίσως δεν είναι πολύ αργά για να δούμε τις ΗΠΑ να επιστρέφουν στην εταιρική σχέση των Δύο Πλευρών του Ειρηνικού.

Ως Άγγλος που έχει ζήσει και συνεργαστεί στενά με τους Αμερικανούς σε όλη την ενήλικη ζωή του, με στοιχειώνει η μνήμη μιας συνομιλίας, το 1991, με τον Ray Seitz, τον τελευταίο “λαμπρό” πρεσβευτή των ΗΠΑ στο Λονδίνο. Ο Seitz είχε αναφέρει τότε: “Να θυμάστε πάντα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ενδιαφέρονται για τη Βρετανία μόνο στον βαθμό που το Λονδίνο αποτελεί παίκτη στην Ευρώπη”. Πίστευα ότι είχε δίκιο τότε, όπως θα είχε και σήμερα – κι αυτός είναι ένας από τους πιο βασικούς λόγους που αντιτάχθηκα με τόσο πάθος στο Brexit.

Η άλλη παρατήρησή του στην ίδια συνομιλία ακολούθησε μια δική μου εικασία, σχετικά με το νέο καθεστώς της Αμερικής ως τότε μοναδικής υπερδύναμης στον κόσμο και με το πώς θα εκμεταλλευόταν αυτή την κατάσταση. Ο πρέσβης είχε τονίσει: “Αυτό προϋποθέτει ότι οι ΗΠΑ είναι πρόθυμες να παίξουν έναν τέτοιο ρόλο”.

Αναγνώριζε, σε αντίθεση με ορισμένους από εμάς, τον αυξανόμενο σκεπτικισμό μεταξύ των Αμερικανών σχετικά με το να αναλάβουν τον ρόλο του αστυνομικού, του “εγγυητή”, της ασπίδας του κόσμου.

Λελογισμένη αισιοδοξία

Ας μετρήσουμε ωστόσο μερικά θετικά στοιχεία – “ευλογίες”. Σε αντίθεση με την περί του αντιθέτου γενική πεποίθηση, μεγάλα τμήματα του κόσμου το 2020 παραμένουν απαλλαγμένα από βία – ασφαλέστερα σε σχέση με την κατάσταση στα τέλη του 20ού αιώνα. Η κυβέρνηση Τραμπ φαίνεται να οδηγείται στο τέλος της χωρίς να έχει εμπλακεί σε κάποιον πόλεμο (τουλάχιστον, πόλεμο κλασσικού τύπου με σφαίρες και νεκρούς), κάτι που φάνταζε ως σοβαρή απειλή πριν από τέσσερα χρόνια. Ο μεγάλος Βρετανός γκουρού της στρατηγικής Sir Michael Howard επαναλάμβανε επίμονα το 2017-2018: “Ο Τραμπ χρειάζεται έναν πόλεμο”.

Ο Χάουαρντ φοβόταν ένοπλες συγκρούσεις με την Κίνα, τη Ρωσία ή το Ιράν. Στην πραγματικότητα, ο Αμερικανός πρόεδρος περιορίστηκε σε λεκτικούς “πολέμους” με τα μέσα ενημέρωσης της Αμερικής και με τους παραδοσιακούς συμμάχους των ΗΠΑ, καθώς και σε έναν εμπορικό πόλεμο κατά της Κίνας.

Σήμερα, οι περισσότεροι από εμάς και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού κατανοούμε τη σημασία του μετριασμού των ελπίδων και των προσδοκιών από μια κυβέρνηση Μπάιντεν, καθώς και του συμβιβασμού με μια εντεινόμενη ενασχόληση των Αμερικανών με τον παράγοντα “Κίνα”, η οποία δεν πρόκειται να αντιστραφεί.

Προς το παρόν, ωστόσο, θα είμαστε κάτι περισσότερο από ικανοποιημένοι εάν η 20ή Ιανουαρίου 2021 σηματοδοτήσει μια ανανέωση του σεβασμού, του ορθολογισμού και της ευγένειας στις διεθνείς σχέσεις. Αυτά σχεδόν πάντα εξασφαλίζουν καλύτερα αποτελέσματα ακόμη και για τις μεγαλύτερες παγκόσμιες δυνάμεις σε σχέση με όσα εξασφάλισε η σχέση τους με την Ουάσινγκτον – ή μάλλον η έλλειψη αυτής – τα τελευταία τέσσερα χρόνια.

https://www.capital.gr/

Leave a Reply

Your email address will not be published.