Η κατανόηση των κανόνων του ποινικού δικαίου είναι απαραίτητη ώστε να γίνεται σωστή εφαρμογή τους. Η διαδικασία της ερμηνείας των κανόνων πραγματοποιείται με τη χρήση των ερμηνευτικών μεθόδων της επιστήμης του δικαίου ώστε να αποδίδεται με ακρίβεια το νόημα του κάθε ποινικού νόμου. Ένα δικηγορικό γραφείo μόλις καταστρώνει την υπερασπιστική του γραμμή πάντοτε χρησιμοποιεί τους συγκεκριμένους κανόνες για την άρτια υπεράσπιση του κατηγορουμένου.
Σημαντικό είναι να λεχθεί πως οι συγκεκριμένες μέθοδοι ερμηνείας βρίσκονται σε αρμονική σχέση με τη πάγια αρχή του ποινικού δικαίου που δεν είναι άλλη από τη φράση << nullum crimen, nulla poena sine lege>>. Οι μέθοδοι ερμηνείας των κανόνων ποινικού δικαίου είναι οι ακόλουθοι: 1) η γραμματική ερμηνεία, 2) η λογική συστηματική ερμηνεία, 3) η τελεολογική ερμηνεία, 4) η διασταλτική και η συσταλτική ερμηνεία, 5) η αναλογική ερμηνεία και 6) η αυθεντική ερμηνεία. Ας εξετάσουμε κατωτέρω τη κάθε μία από αυτές ξεχωριστά και συνοπτικά.
Αρχικά, η γραμματική ερμηνεία είναι αυτή που εστιάζει στη κατανόηση που προκύπτει εκ της απλής αναγνώσεως των λέξεων του κειμένου του νόμου. Βασικό της μειονέκτημα είναι πως μερικές φορές χρησιμοποιούνται από τον νομοθέτη σύνθετοι περιγραφικοί όροι ή αξιολογικές έννοιες που χρειάζονται και δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης. Η λογική- συστηματική ερμηνεία με τη σειρά της δε μένει απλά στις λέξεις του κειμένου του νόμου αλλά η πραγματοποιούμενη ερμηνεία γίνεται υπό το πρίσμα της συστηματικής ενότητας- πλαίσιο στο οποίο είναι ενταγμένος ο υπό ερμηνεία κανόνας δικαίου. Αντιμετωπίζεται λοιπόν ο υπό κρίση νόμος ως μέρος της οργανικής ενότητας κανόνων δικαίου που τον περιβάλλει. Η συσταλτική ερμηνεία από τη μεριά της εξειδικεύει και συγκεκριμενοποιεί το γράμμα του νόμου όταν αυτός αναφέρει ένα γενικό εύρος εντασσόμενων περιστατικών ενώ η διασταλτική ερμηνεία αυξάνει το εύρος κάλυψης του κανόνος δικαίου που λογικά θα έπρεπε να εμπερικλείει και ένα συγγενές με τα αναφερθέντα στο νόμο περιστατικό. Ο νόμος όμως δε μπορεί να προβλέπει τα πάντα για αυτό υπάρχει και η μέθοδος ερμηνείας της αναλογίας κατά την οποία εφαρμόζεται μια υπάρχουσα ρύθμιση σε ένα ζήτημα που είναι προς το παρόν αρρύθμιστο που παρουσιάζει βέβαια αρκετές ομοιότητες με την ήδη υπάρχουσα ρύθμιση ώστε να καλυφθεί το κενό δικαίου που δημιουργήθηκε. Η τελεολογική ερμηνεία έχει σαν βασικό της γνώρισμα τη λεγόμενη ratio legis δηλαδή το σκοπό του νόμου και τους λόγους για του οποίους θεσπίστηκε αυτός ο νόμος. Υπάρχει ακόμη και η αυθεντική ερμηνεία κατά την οποία ο ίδιος ο νομοθέτης ερμηνεύει τους όρους που χρησιμοποιεί στους κανόνες του ποινικού δικαίου, δίνοντας κατευθυντήριες γραμμές για τη χρήση των όρων ώστε να αποτρέψει όσο βέβαια αυτό είναι δυνατόν τη παρερμηνεία αυτών.
Συνοψίζοντας, οι κανόνες του ποινικού δικαίου είναι δεκτικοί ερμηνείας, όχι όμως αυθαίρετα αλλά σύμφωνα με τις ερμηνευτικές μεθόδους της επιστήμης του δικαίου ώστε να αποδίδεται με πλήρη σαφήνεια το ακριβές νόημα του νόμου.