ΕΛΜΕ Καστοριάς: Περι αξιολόγησης και αυτοαξιολόγησης

Με αφορμή την επαναφορά του θέματος της αυτοαξιολόγησης της σχολικής μονάδας και της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και εν αναμονή της πρότασης – εισήγησης του ΙΕΠ οφείλουμε να επαναδιατυπώσουμε τις θέσεις μας πάνω στο θέμα.

Η εφαρμοζόμενη πολιτική στον τομέα της παιδείας από την Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, στις συνθήκες που δημιούργησε η ψήφιση του 3ου μνημονίου από κοινού με ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – Ποτάμι & Ένωση Κεντρώων και η οποία φυσικά ακολουθεί πιστά τις επιταγές της ΕΕ, του ΔΝΤ και τις οδηγίες του ΟΟΣΑ, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία άλλη συνταγή για το ίδιο έργο, που μας παρουσίασαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ προσπαθεί μέσα από ωραιοποιήσεις να πείσει για την αναγκαιότητα εφαρμογής μίας σειράς αντιδραστικών αλλαγών στην εκπαίδευση. Και ενώ πριν είχαμε αυξήσεις ωραρίου – διαθεσιμότητες – υποχρεωτικές μετατάξεις τώρα έχουμε: τα επίπεδα στη διδασκαλία των αγγλικών στα γυμνάσια τύπου μονά – ζυγά, την αφαίρεση της υποστήριξης των ερευνητικών εργασιών από τους συναδέλφους ΠΕ19-20, την χωρίς κανένα επιστημονικό και παιδαγωγικό κριτήριο ελάττωση των διδακτικών ωρών στο γυμνάσιο, την αυστηροποίηση των προϋποθέσεων λειτουργίας τμημάτων επιλογής, ομάδων προσανατολισμού στα γενικά λύκεια και τομέων στα ΕΠΑ.Λ., τη διεύρυνση των αναθέσεων των μαθημάτων (ανακάλυψη και της τρίτης ανάθεσης), την υποβάθμιση του εργαστηριακού χαρακτήρα των φυσικών επιστημών και της πληροφορικής μέσα από την κατάργηση της μείωσης του ωραρίου των υπευθύνων εργαστηρίων κ.ά. Όλα τα παραπάνω αποτέλεσαν αλλαγές που είχαν ως αποκλειστικό στόχο την εξοικονόμηση διδακτικού προσωπικού και τη δημιουργία μίας δεξαμενής πλεοναζόντων εκπαιδευτικών, η οποία θα οδηγήσει σε εκβιαστική κινητικότητα και υποχρεωτική μετακίνηση.

Αδυναμία, άγνοια και μεθόδευση είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν την κυβερνητική εκπαιδευτική πολιτική: αδυναμία διαχείρισης του πιο απλού, όπως η αργία των τριών Ιεραρχών με χαρακτηριστικά εσωκομματικής κατανάλωσης φυσικά· έλλειψη σχεδιασμού, που μετατρέπει ένα φαινομενικά θετικό βήμα, όπως η αύξηση του διδακτικού έτους στο

γυμνάσιο, σε μεταφορά τελικά των επαναληπτικών πανελλαδικών εξετάσεων τον Σεπτέμβριο μέσα από αλυσιδωτή σειρά αντιδράσεων (έλλειψη εκπαιδευτικών για διενέργεια πανελλαδικών – μεταφορά πανελλαδικών στις 6 Ιουνίου – ακύρωση επαναληπτικών εξετάσεων γιατί θα κοστίσουν περισσότερο τον Ιούλη – μεταφορά τους τον Σεπτέμβριο μετά από έντονες αντιδράσεις) με το Υπουργείο να το αιτιολογεί λόγω των αυξημένων υποτιθέμενων λιποθυμιών και ασθενειών κατά τις εξετάσεις. Οι «εγκυμοσύνες μετά τις πολυήμερες εκδρομές», που μας οδήγησαν στις θεματικές εβδομάδες και την αποσπασματικότητα της γνώσης και οι δημιουργικές εργασίες της τυποποίησης, όλα αποτελούν δείγμα που επιβεβαιώνουν τους αρχικούς χαρακτηρισμούς.

Η συρρίκνωση του κλάδου κατά 18% την τελευταία εξαετία με τις 19.000 αποχωρήσεις συναδέλφων και σε συνάρτηση με την αδιοριστία των τελευταίων 7 ετών, καθιστά τον κλάδο των εκπαιδευτικών της Β/θμιας ως τον πιο γηρασμένο του δημοσίου με μέσο όρο ηλικίας τα 49 έτη. Το γεγονός επίσης ότι το Υπουργείο μεταθέτει για άλλη μία φορά τους διορισμούς για τη διετία 2019-2020, έχει ως αποτέλεσμα να μετατραπεί το 1/4 των συναδέλφων σε σύγχρονους “τιραμόλα”, αφού πρέπει να μετακινούνται σε δύο, τρία, τέσσερα αλλά και πέντε σχολεία. Οι ελάχιστες μεταθέσεις (213 για το 2017) που έχουν εγκλωβίσει έναν μεγάλο αριθμό εκπαιδευτικών μακριά από το σπίτι τους για χρόνια. Ακόμα, η μετατροπή της σύνταξης σε bonus στόχου για όσους καταφέρουν να τερματίσουν στα 67 τους χρόνια τον σαρανταετή εργασιακό μαραθώνιο, η εφαρμογή του νέου μισθολογίου που έχει επιφέρει νέες μειώσεις στον μισθό των εκπαιδευτικών, οι δαπάνες για την παιδεία που έχουν πιάσει ιστορικά χαμηλά (2,7%), η υποβάθμιση και κατάργηση εκπαιδευτικών δομών, η μαθητεία, η υποστελέχωση των σχολείων ειδικής αγωγής αλλά και η εντεινόμενη επίθεση της κυβέρνησης στον εργαζόμενο λαό, μέσα από μία σειρά αντεργατικών ρυθμίσεων (ασφαλιστικό, φορολογικό, μισθολογικό, ΕΝΦΙΑ, κ.ά.), συνθέτουν την αντιλαϊκή – αντιεκπαιδευτική πολιτική των μνημονίων, που εφαρμόζουν οι κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια διαγράφοντας ένα ζοφερό μέλλον για το δημόσιο σχολείο.

Και φυσικά μετά από όλα αυτά έρχεται για άλλη μία φορά, με ένα διαφορετικό προσωπείο φυσικά, η περίφημη αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου και η αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας. Αν και ο κ. Υπουργός ζήτησε να μην φοβόμαστε την λέξη αξιολόγηση, ήδη την έχουν αντικαταστήσει με τη λέξη αποτίμηση.

Η αξιολόγηση, ως μέσο χειραγώγησης, εκφοβισμού και κάμψης της όποιας μορφής αντίστασης αλλά και η αυτοαξιολόγηση ή αποτίμηση αποτελούν τον τρόπο να μεταφερθούν οι αποτυχίες του εκπαιδευτικού συστήματος στους εκπαιδευτικούς. «Η ποιότητα του εκπαιδευτικού έργου

είναι υπόθεση των ίδιων των εκπαιδευτικών» είναι το μότο που χρησιμοποιούν. Δεν ψάχνουν ούτε καν για συνενόχους αλλά προσπαθούν να αποδώσουν κάθε ευθύνη αποτυχίας στον εκπαιδευτικό. Τι και αν προηγήθηκαν όλα αυτά που ήδη αναφέρθηκαν αλλά και πολλά άλλα στα χρόνια των μνημονίων. Η αξιολόγηση και η αυτοαξιολόγηση είναι το φάρμακο δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν. Ας θυμηθούμε το πόσο όμορφα στημένη ήταν η προηγούμενη αυτοαξιολόγηση, η οποία μέσα από ένα ομιχλώδες πλαίσιο «προαιρετικής υποχρεωτικότητας», όπως εύστοχα παρατήρησε ένας συνάδελφος, όσον αφορά στη συμμετοχή στις ομάδες εργασίας, ζητούσε και τη συναίνεση μας.

Ας προσπαθήσουμε όμως να απαντήσουμε σε ορισμένα καίρια ερωτήματα, που γεννώνται κατά την εφαρμογή ενός πλαισίου αξιολόγησης και αυτοαξιολόγησης. Κάθε σύστημα αξιολόγησης έχει κάποιους συγκεκριμένους αντικειμενικούς στόχους. Ποιοι λοιπόν είναι οι αντικειμενικοί στόχοι της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και φυσικά ποιοι τους καθορίζουν; Η προφανής απάντηση είναι η βελτίωση του εκπαιδευτικού έργου, η οποία όμως είναι πολύ γενική για να αποτελέσει ένα συγκεκριμένο αντικειμενικό στόχο. Ας πάρουμε όμως έναν στόχο που συνεχώς αναφέρει ο κ. Γαβρόγλου σε ανάλογες τοποθετήσεις που κάνει και είναι «Η διάχυση της εκπαιδευτικής καινοτομίας και η γνωστοποίηση των καλών πρακτικών μεταξύ των σχολείων». Ποιος ο ρόλος τότε των επιστημονικών, εκπαιδευτικών συνεδρίων, ημερίδων και φυσικά της επιμόρφωσης, η οποία είναι ανύπαρκτη για τους εκπαιδευτικούς; Πέραν της εισαγωγικής επιμόρφωσης του νεοδιόριστου και της επιμόρφωσης 1ου επιπέδου στις ΤΠΕ καμία άλλη επιμόρφωση δεν είχε καθολικό χαρακτήρα, ποτέ δεν υπήρχε ένα οργανωμένο σχέδιο επιμόρφωσης όλων των εκπαιδευτικών στο παιδαγωγικό και επιστημονικό πεδίο – ζήτημα που αποτελεί πάγιο αίτημα του κλάδου. Μήπως στόχο αποτελεί η ελάττωση της μαθητικής διαρροής, που τα χρόνια του μνημονίου δείχνει ξανά αυξητικές τάσεις; Χρειάζεται η αξιολόγηση για να καταδείξει ότι η κατάργηση δομών όπως η πρόσθετη διδακτική στήριξη ή η υπολειτουργία της ενισχυτικής διδασκαλίας και των τμημάτων ένταξης και η υποστελέχωση της ειδικής αγωγής έχουν το μερίδιο τους στη μαθητική διαρροή; Ή μήπως η βελτίωση των μαθητικών επιδόσεων αποτελεί αντικειμενικό στόχο; Ακόμα και η πρόσφατη έκθεση της Α.ΔΙ.Π.Π.Δ.Ε θεωρεί ότι τα μαθησιακά αποτελέσματα, ως πολυπαραγοντική διαδικασία, δεν μπορεί να αποτελούν κριτήριο για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού.

Συνάδελφοι ας μην γελιόμαστε

Χρειάζεται η αξιολόγηση για να αναδειχτεί η αναγκαιότητα για μόνιμους διορισμούς κυρίως στην ειδική αγωγή; Χρειάζεται η αξιολόγηση για να καταλάβουμε ότι αν οι εκπαιδευτικοί -μόνιμοι και αναπληρωτές- είναι

στην ώρα τους στα σχολεία δεν θα χαθούν χιλιάδες διδακτικές ώρες; Ή μήπως χρειάζεται η αξιολόγηση για να καταλάβουμε ότι με λιγότερους μαθητές ανά τμήμα (15 στις ΟΠ και 20 στα γενικής παιδείας), με εξοπλισμένα εργαστήρια πληροφορικής και φυσικών επιστημών, με υλικοτεχνική υποδομή, με σύγχρονες κτιριακές εγκαταστάσεις, με σύγχρονα βιβλία και εκπαιδευτικό υλικό, με βιβλιοθήκες που λειτουργούν, θα βελτιωθεί η ποιότητα του εκπαιδευτικού έργου και η διδασκαλία θα αλλάξει όψη; Γιατί αυτά είναι τα πραγματικά προβλήματα του δημόσιου σχολείου. Αμφιβάλλει κανείς ότι με σταδιακές επεμβάσεις σε όλα αυτά τα κρίσιμα ζητήματα θα αλλάξει η εικόνα του σχολείου;

Προκειμένου όμως να θέσουμε το ζήτημα και σε μία διαφορετική βάση, θεωρώντας ότι όλοι ως υπηρέτες του δημόσιου σχολείου θέλουμε ένα δημόσιο δωρεάν σχολείο των ίσων ευκαιριών, της ίσης πρόσβασης και της ίδια γνώσης για όλα τα παιδιά, πρέπει να ειπωθούν και τα εξής:

Είναι εμφανές ότι δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε σε καμία αξιολόγηση η οποία έχει ως βάση την εκπαιδευτική πολιτική που επιβάλλει η ΕΕ, ο ΟΟΣΑ, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ΑΝΕΛ, η νεοφιλελεύθερη πολιτική της ΝΔ αλλά ακόμη και οι σχολάρχες των ιδιωτικών σχολείων και ο Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε σε καμία εκπαιδευτική πολιτική με πολιτικούς που μιλάνε για εκπαιδευτικούς φαντάσματα (τομεάρχης παιδείας Ν.Δ.), για μαθητές πελάτες (Κ. Μητσοτάκης) για άχρηστους καθηγητές (Ε. Μειμαράκης). Με συμβούλους που λένε «έχουμε καλούς νηπιαγωγούς, σχετικά καλούς δασκάλους και πρόβλημα στο Γυμνάσιο και Λύκειο», που αναφέρονται στους εκπαιδευτικούς απαξιωτικά σαν να είναι τρωκτικά λέγοντας ότι έχουν παρεισφρήσει στο χώρο της παιδείας (Α. Λιάκος & Υπόμνημα Λιάκου σελ. 18 προτελευταία σειρά). Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με το σχολείο της αγοράς που μας ετοιμάζουν. Η αυτονομία της σχολικής μονάδας -διοικητική, παιδαγωγική και οικονομική- θα αποτελέσει την ταφόπλακα του δημόσιου σχολείου. Υπαγωγή στην τοπική αυτοδιοίκηση, διευθυντές- μάνατζερ, επέκταση της μαθητείας, κουπόνια voucher, αύξηση ωραρίου, ελάττωση δαπανών, ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας περιλαμβάνονται στα σχέδια τους για το σχολείο του μέλλοντος. Και η αξιολόγηση η οποία θα είναι σχεδιασμένη με αυτήν την πολιτική και με τα ανάλογα κριτήρια, θα έχει τη θέση της ως εργαλείο χειραγώγησης και τρομοκράτησης των εκπαιδευτικών.

Όσον αφορά τώρα στους ισχυρισμούς της κυβέρνησης ότι η αξιολόγηση δεν θα είναι τιμωρητικού χαρακτήρα (η μισθολογική στασιμότητα τι είναι άραγε;), είναι ανάγκη να αναφερθεί η άποψη περί αξιολόγησης του ΣΥΡΙΖΑ μέσα από δύο άρθρα της Αυγής: 1) 12-09-2016: «Άριστα 20» στο υπουργείο Παιδείας από τον Αλ. Τσίπρα. 2) 07-11-2016: Ο Ν. Φίλης εκτός κυβέρνησης. Ο Ν. Φίλης είπε ότι ο πρωθυπουργός δεν του επεσήμανε προβλήματα στη λειτουργία του υπουργείου Παιδείας, «παρόλα αυτά το άριστα 20 σε ενάμιση μήνα μετατράπηκε σε μη προβιβάσιμο βαθμό». Ενώ η απάντηση σε ερωτήματα όπως «ποιος θα κάνει την αξιολόγηση;» (διευθυντής – σχολικός σύμβουλος ή όποιος άλλος), «πώς θα γίνεται η αξιολόγηση;» (παρουσία στην τάξη κατά τη διάρκεια του μαθήματος για παράδειγμα) απλώς βοηθούν να καταρρεύσει πιο γρήγορα το σαθρό οικοδόμημα της αξιολόγησης. Από την άλλη η εσωτερικότητα που διατείνεται ο κ. Υπουργός για τη διαδικασία της αυτοαξιολόγησης μάλλον δεν πείθει κανέναν. Μπορεί να μην έχει τα απαράδεκτα χαρακτηριστικά της προηγούμενης αυτοαξιολόγησης αλλά σε συνάρτηση με την αυτονομία της σχολικής μονάδας σίγουρα θα αποτελέσει εργαλείο για την κατηγοριοποίηση των σχολείων. Συγκριτική αξιολόγηση – Benchmarking στην επιχειρηματική γλώσσα.

Οι στόχοι της αξιολόγησης και της αυτο-αξιολόγησης είναι σαφείς: να αποτελέσουν οι εκπαιδευτικοί τους αποδιοπομπαίους τράγους στους οποίους θα φορτωθούν όλα τα δεινά ενός de facto αποτυχημένου εκπαιδευτικού συστήματος και να δημιουργήσουν ένα σχολείο της αγοράς. Η εκπαιδευτική διαδικασία να μεταβληθεί σε έναν ανταγωνιστικό μαραθώνιο για την επίτευξη στόχων που μόνο σχέση με την κοινωνικότητα, τις δημοκρατικές αξίες και την ιδιότητα του αυριανού ενεργού πολίτη δεν θα έχουν. Το σημερινό σχολείο, με τα αναγνωρισμένα προβλήματά του, απλώς θα πάψει να είναι σχολείο.

Είμαστε διατεθειμένοι να τους αφήσουμε; Μήπως ήρθε τελικά η ώρα να ανοίξουμε το μεγάλο μαύρο κουτί και να διαπιστώσουμε αν η γάτα του Schrodinger είναι ζωντανή ή νεκρή;

Ε.Λ.Μ.Ε. Καστοριάς

 

Leave a Reply

Your email address will not be published.