Ο υπουργός Δικαιοσύνης Νικ. Παρασκευόπουλος απέστειλε επιστολή στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο απαντώντας σε πρόσφατη επιστολή του με την οποία εξέφρασε τις αντιρρήσεις του για το νομοσχέδιο με το οποίο επέρχεται η επέκταση του συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης και στα ομόφυλα ζευγάρια.
Ο κ. Παρασκευόπουλος στην επιστολή του αναφέρει ότι το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης «δεν συνιστά εύνοια ή πολύ περισσότερο προτίμηση ενός άλλου τύπου γάμου ή υποτίμηση της οικογένειας», αλλά μια «πιο «χαλαρής» από το γάμο μορφής συμβίωσης. Ειδικότερα, ο υπουργός Δικαιοσύνης στην επιστολή του βεβαιώνει τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, ότι «η Πολιτεία σέβεται τη διαχρονική πρόταση ζωής που έχει η Εκκλησία για τον άνθρωπο και την προάσπιση εκ μέρους της μόνο του χριστιανικού γάμου». Επισημαίνει ότι «η νομοθετική πρωτοβουλία της Πολιτείας για την επέκταση του ισχύοντος συμφώνου συμβίωσης με κανένα τρόπο δεν συνιστά εύνοια ή πολύ περισσότερο προτίμηση ενός άλλου τύπου γάμου ή υποτίμηση της οικογένειας» και υπογραμμίζει ότι «ο γάμος και η οικογένεια αποτελούν πάντοτε βασικά κύτταρα της ιστορίας του τόπου μας και διαχρονικά ρυθμίζονται και προστατεύονται θεσμικά». Όμως, αναφέρει ακόμα ο υπουργός Δικαιοσύνης, «η Πολιτεία οφείλει να σέβεται την επιλογή των ανθρώπων, πιστών ή όχι, να διαμορφώνουν και άλλες μορφές σχέσεων αγάπης και συνύπαρξης, πέραν του γάμου, παρέχοντας ένα πλαίσιο νομικών εγγυήσεων που θα διασφαλίζει την προστασία των ευάλωτων μερών και θα συμβάλλει σε μια αρμονική κοινωνική συμβίωση».
Ωστόσο, σημειώνεται στην επιστολή ότι, «η θεσμοθέτηση του συμφώνου συμβίωσης, δηλαδή η θεσμική κατοχύρωση μιας πιο «χαλαρής» από το γάμο μορφής συμβίωσης δεν προωθεί τον ατομικισμό, αλλά την αυτονομία, δηλαδή την εντός πλαισίων ελεύθερη διαμόρφωση των σχέσεων και την ανάληψη της σχετικής διαπροσωπικής ευθύνης». Αντιλαμβάνομαι, υπογραμμίζει ο υπουργός Δικαιοσύνης, ότι «για την Εκκλησία η επαφή των ομοφύλων συνιστά αμαρτία, γνωρίζω όμως επίσης καλά ότι για την έννομη και δη τη συνταγματική τάξη συνιστά δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό και στη διαφορά». Τέλος, ο κ. Παρασκευόπουλος υπενθυμίζει τα τεκταινόμενα στην Ευρωπαϊκή Ένωση για το θέμα της εφαρμογής του σύμφωνου ελεύθερης συμβίωσης.
Το πλήρες κείμενο της επιστολής έχει ως εξής:
«Μακαριώτατε, Σας ευχαριστώ θερμά για τις ευχές για καλή ευόδωση της θητείας μου και για τους προβληματισμούς τους οποίους θέτετε υπόψη μου με την από 12/6/2015 επιστολή Σας. Στους κρίσιμους αυτούς καιρούς η επικοινωνία των πολιτικών λειτουργών με την Εκκλησία της Ελλάδας, με την οποία η ελληνική Πολιτεία συνδέεται ιστορικά και θεσμικά, είναι ιδιαίτερα σημαντική. Τιμώντας τον μακρόχρονο αυτό δεσμό, αλλά και τους πολίτες εκείνους που με το λόγο σας εκπροσωπείτε ως πιστούς, επιθυμώ με τη σειρά μου να Σας απαντήσω, με ειλικρινές πάντοτε πνεύμα διαλόγου. Επιτρέψτε μου καταρχάς να Σας βεβαιώσω ότι η Πολιτεία σέβεται τη διαχρονική πρόταση ζωής που έχει η Εκκλησία για τον άνθρωπο και την προάσπιση εκ μέρους της μόνο του χριστιανικού γάμου. Η νομοθετική πρωτοβουλία της Πολιτείας για την επέκταση του ισχύοντος συμφώνου συμβίωσης με κανένα τρόπο δεν συνιστά εύνοια ή πολύ περισσότερο προτίμηση ενός άλλου τύπου γάμου ή υποτίμηση της οικογένειας. Ο γάμος και η οικογένεια αποτελούν πάντοτε βασικά κύτταρα της ιστορίας του τόπου μας και διαχρονικά ρυθμίζονται και προστατεύονται θεσμικά. Μια ένσταση περί προώθησης με το συγκεκριμένο θεσμό της πολυγαμίας ή της παλλακείας θα μπορούσε άλλωστε να διατυπωθεί και για την ίδια τη δυνατότητα διάλυσης του γάμου. Η δυνατότητα αυτή ωστόσο δεν αναγνωρίζεται μόνο από την Πολιτεία αλλά και από την ίδια την Εκκλησία, προκειμένου να μη συνεχίζονται δεσμοί που δεν ανταποκρίνονται πλέον στα αισθήματα των εμπλεκόμενων προσώπων. Η Πολιτεία οφείλει να σέβεται την επιλογή των ανθρώπων, πιστών ή όχι, να διαμορφώνουν και άλλες μορφές σχέσεων αγάπης και συνύπαρξης, πέραν του γάμου, παρέχοντας ένα πλαίσιο νομικών εγγυήσεων που θα διασφαλίζει την προστασία των ευάλωτων μερών και θα συμβάλλει σε μια αρμονική κοινωνική συμβίωση. Συμμερίζομαι επίσης την ανησυχία της Εκκλησίας για τον ατομικισμό που χαρακτηρίζει τις σύγχρονες κοινωνίες και που μπορεί να ευθύνεται για την ψυχική και κοινωνική απομάκρυνση των προσώπων από την κοινοτική και οικογενειακή συνύπαρξη και αλληλεγγύη. Ωστόσο, η θεσμοθέτηση του συμφώνου συμβίωσης, δηλαδή η θεσμική κατοχύρωση μιας πιο «χαλαρής» από το γάμο μορφής συμβίωσης δεν προωθεί τον ατομικισμό, αλλά την αυτονομία, δηλαδή την εντός πλαισίων ελεύθερη διαμόρφωση των σχέσεων και την ανάληψη της σχετικής διαπροσωπικής ευθύνης. Υπό την έννοια αυτή, συμβάλλει στη διαμόρφωση πολλών και διαφορετικών «εμείς», συνειδητών, ελεύθερων και συνάμα υπεύθυνων. Η αντίληψη που διαπνέει τη σχεδιαζόμενη μεταρρύθμιση του συμφώνου συμβίωσης είναι η εξής : η πρόταξη του παραδοσιακού τύπου γάμου και οικογένειας δεν επιτρέπεται να οδηγεί σε επιβολή. Επιβολή όμως θα συνιστούσε η αποστέρηση οποιουδήποτε ρυθμιστικού πλαισίου για τις προσωπικές και περιουσιακές σχέσεις εκείνων που συμβιώνουν με άλλους τρόπους και δεσμούς. Η πλήρης απουσία ρύθμισης θα ήταν επικίνδυνη για όλους, για την κοινωνική πραγματικότητα και τις ανάγκες της και ιδίως για το κράτος δικαίου: θα ανέκυπταν διαρκώς δυσκολίες στις επαφές με τις δημόσιες αρχές, στην εκπαίδευση, στην κοινωνική ασφάλιση, στην εργασία και γενικά αδικίες και ταλαιπωρίες που δεν θα μπορούσαν να γίνονται ανεκτές ουδέτερα ή τιμωρητικά από την οργανωμένη κοινωνία. Με δυο λόγια, η έμμεση κρατική πίεση προς τους πολίτες να επιλέξουν ένα συγκεκριμένο τύπο για τη συμβίωσή τους δεν θα ταίριαζε ούτε με τα θεσμικά προτάγματα της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, ούτε, τολμώ να πω, με τη χριστιανική φιλαλληλία και την αρχή ότι το πρόσωπο επιτυγχάνει τη σωτηρία του μέσα από επιλογές που πραγματώνει με ελεύθερη βούληση. Η Πολιτεία οφείλει εξάλλου να ανταποκριθεί στη νομική και αξιακή της δέσμευση για το σεβασμό της ετερότητας κάθε προσώπου και για τη σταδιακή άρση των διακρίσεων λόγω φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού. Αναφορικά δε με τη θέσπιση της δυνατότητας σύναψης γάμου ανεξαρτήτως φύλου και μιας μεταρρύθμισης του θεσμού της υιοθεσίας, η σοβαρότητα αυτών των ζητημάτων επιβάλλει να μην υπάρξει βιασύνη. Προφανώς θα αποτελέσουν αντικείμενο συζήτησης στο πλαίσιο μιας συνολικής επανεξέτασης του οικογενειακού δικαίου, όπου η Εκκλησία και όλοι οι εμπλεκόμενοι κοινωνικοί φορείς θα μπορέσουν να εκθέσουν αναλυτικά τις απόψεις τους. Αντιλαμβάνομαι ότι για την Εκκλησία η επαφή των ομοφύλων συνιστά αμαρτία, γνωρίζω όμως επίσης καλά ότι για την έννομη και δη τη συνταγματική τάξη συνιστά δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό και στη διαφορά. ‘Αλλωστε, η χώρα μας σέβεται τους θεσμούς της Ευρώπης και μάλιστα τις σχετικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Δεν είναι καθόλου αμελητέο ζήτημα μάλιστα το γεγονός ότι η διεθνής κοινότητα, ιδίως τα περισσότερα κράτη της Ευρώπης, έχουν αναγνωρίσει ανάλογο θεσμό και καλούν τη χώρα μας να πράξει το ίδιο. Θα ήθελα τέλος να υπογραμμίσω ότι η ανάρτηση μιας σχετικής ρύθμισης στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Δικαιοσύνης δεν συνιστά τη θεσμικά προβλεπόμενη διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης, η οποία θα ακολουθήσει. Αποτελεί όμως ένα πιο έγκαιρο βήμα δημόσιου διαλόγου για τη μεταρρύθμιση του ήδη ισχύοντος από το 2008 συμφώνου συμβίωσης. Κλείνοντας, θα ήθελα να Σας ευχαριστήσω ξανά για τους προβληματισμούς που μου κάνατε την τιμή να εκθέσετε και να εκφράσω την ελπίδα η δημόσια επικοινωνία να αποτελεί πάντοτε τη βάση των αρμονικών σχέσεων της Πολιτείας με την Εκκλησία».