Ημιτελείς βάσεις δεδομένων, καθυστερημένες καταχωρίσεις ύποπτων συναλλαγών και έλλειψη κατάλληλων μέσων για την ολοκλήρωση των ερευνών από τις αρμόδιες αρχές. Αυτά εντόπισαν οι εποπτικές αρχές στο Μονακό, το οποίο ως αποτέλεσμα πήρε τη χειρότερη πιθανή βαθμολογία για τον τρόπο αντιμετώπισης του ξεπλύματος μαύρου χρήματος και της ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων, όπως σχετικώς αναφέρει το ειδησεογραφικό πρακτορείο Bloomberg.
Η επιτροπή Moneyval, η οποία αξιολογεί τα μέτρα για την αντιμετώπιση του ξεπλύματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, εντόπισε ορισμένους τομείς βελτίωσης σε σχέση με προηγούμενες εκτιμήσεις, αλλά βρήκε και πολλά προβληματικά σημεία.
Το πρόγραμμα για το ξέπλυμα χαρακτηρίστηκε «ανισόρροπο», καθώς οι έρευνες και οι καταδίκες «δεν φαίνεται να ανταποκρίνονται με το προφίλ κινδύνου του Μονακό, ενώ περίπλοκες υποθέσεις εμφανίζουν μεγάλες ελλείψεις». Από το 2018 οι εισαγγελείς του Μονακό έχουν κερδίσει μόλις έξι καταδίκες σε υποθέσεις που κρίθηκαν «απλές» από τη Moneyval. Η μεγαλύτερη σε διάρκεια ποινή ήταν τρία έτη και το υψηλότερο πρόστιμο 150.000 ευρώ.
Οι Αρχές σπάνια προχωρούν σε κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων και χρημάτων. Συνολικά «δεν υπάρχει στρατηγική προσέγγιση» στο ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Δεδομένου ότι το Μονακό δεν επιβάλλει φόρο εισοδήματος σε ιδιώτες, συγκεντρώνει τους περισσότερους εκατομμυριούχους και δισεκατομμυριούχους κατοίκους στον κόσμο. Οι υπό κατοχή τίτλοι και οι καταθέσεις ανήλθαν σε 153 δισ. ευρώ το 2021, περίπου 20 φορές το ΑΕΠ του πριγκιπάτου.
«Το διεθνές προφίλ του Μονακό, ιδίως μέσω των τραπεζικών και χρηματοοικονομικών υπηρεσιών που προσφέρει, το καθιστούν ιδανικό στόχο για ύποπτες οικονομικές ροές», εκτίμησε η Moneyval.
Οι ειδικοί σημείωσαν ότι οι μεγαλύτερες σκιές υπάρχουν στον τομέα διαχείρισης πλούτου, στην αγορά ακινήτων και στον κλάδο των γιοτ. Στην έκθεσή τους διαπιστώνουν σημαντικά προβλήματα, από τη δυνατότητα συγκέντρωσης οικονομικών στοιχείων μέχρι και την αποδοτικότητα της κατάσχεσης των χρημάτων σε οικονομικά εγκλήματα. Επίσης, το Μονακό απέρριψε τουλάχιστον τα μισά αιτήματα έκδοσης από ξένες κυβερνήσεις και υπάρχουν «μεγάλα και ασυνήθιστα εμπόδια» στον τρόπο παροχής βοήθειας προς άλλες χώρες για τη διερεύνηση υποθέσεων σχετικών με το πριγκιπάτο.
Επιπλέον, όπως διαπίστωσε η επιτροπή, ακόμη και το σύστημα καταγραφής ύποπτων συναλλαγών, το οποίο και αποτελεί θεμέλιο των σχετικών ερευνών, είναι ελλιπές. Μόλις μία μικρή ομάδα φορέων υποβάλλει εκθέσεις διαφάνειας, συμπεριλαμβανομένων λογιστών και δικηγόρων. Μερικές από τις εκθέσεις καταφθάνουν στην αρμόδια Αρχή περίπου 100 ημέρες μετά την πραγματοποίηση των ύποπτων συναλλαγών και μάλιστα μέσω ταχυδρομείου ή διανομέων.
Παρά τους τεχνικούς περιορισμούς, η αρμόδια αρχή του Μονακό, η SICCFIN, θεωρείται κόμβος οικονομικών πληροφοριών. Η Moneyval έκρινε ότι παίζει τόσο μεγάλο ρόλο στη διαχείριση των οικονομικών εγκλημάτων, ώστε κατέληξε ότι θα πρέπει να ενισχυθεί ο αριθμός των εργαζομένων αλλά και τα τεχνολογικά μέσα. «Ωστόσο, οι Αρχές δεν φαίνεται να τη συμβουλεύονται σε βάθος κατά τη διάρκεια των ερευνών τους», σημειώνεται στη σχετική αξιολόγηση.
Μεταξύ του 2017 και του 2021, από τις 192 έρευνες για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος μόλις 19 κατέληξαν σε καταδίκη. Η Moneyval εκτίμησε ότι αυτό το νούμερο δεν ταιριάζει στο προφίλ του Μονακό.