Χωρίς άμεσα διαφαινόμενη διέξοδο παραμένει η κατάσταση σε ό,τι αφορά την δεύτερη αξιολόγηση δέκα μέρες πριν το Eurogroup της 26ης Ιανουαρίου, αντιθέτως οι δυσκολίες για την ολοκλήρωσή της δείχνουν να πολλαπλασιάζονται και η κατάσταση μοιάζει με δισεπίλυτο κουβάρι.
Στο Euroworkin Group της περασμένης Πέμπτης δεν υπήρξε αποτέλεσμα τέτοιο που να ξεκλειδώνει την επιστροφή των θεσμών στην Αθήνα, που θα σήμαινε ότι η διαπραγμάτευση ξαναμπαίνει σε τροχιά. Το πρόβλημα, είπε ο Πιέρ Μοσκοβισί μετά τη συνάντηση με τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, δεν είναι η ημερομηνία επιστροφής των εκπροσώπων των θεσμών, αλλά το να έχουμε μια συμφωνία
Ως κρίσιμο ορόσημο αναδεικνύεται πλέον το επόμενο Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου, λίγες εβδομάδες πριν την κρίσιμη ημερομηνία της 9ης Μαρτίου κατά την οποία θα συνεδριάσει το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ προκειμένου να αποφασίσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την ένταξη του ελληνικού τραπεζικού συστήματος στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης η οποία θα επιτρέψει την πρόσβαση των τραπεζών στη φθηνή ρευστότητα.
Τα δεδομένα δεν είναι διόλου ενθαρρυντικά καθώς :
Απαιτείται καταρχάς το κλείσιμο της συμφωνίας σε τεχνικό επίπεδο, την ώρα που από τα μέσα Δεκεμβρίου παραμένουν ανοιχτά τα εργασιακά, τα δημοσιονομικά (δημοσιονομικό κενό του 2018) και τα ενεργειακά. Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η συμφωνία αυτή έχει κλείσει κατά 95%, ωστόσο η εικόνα αυτή έχει παγώσει από τα μέσα Δεκεμβρίου όπως είπαμε.
Παραμένει σε εκκρεμότητα η παράμετρος ΔΝΤ το οποίο προκειμένου να αποφασίσει τις επόμενες εβδομάδες την παραμονή του ή μη στο ελληνικό πρόγραμμα ζητά πρόσθετα μέτρα ύψους 4,2 δις περίπου ώστε να πιαστούν οι στόχοι για 3,5% πρωτογενή πλεονάσματα που θέτει η συμφωνία του Ιουλίου του 2015 για μετά τη λήξη του προγράμματος το 2018, καθώς εκτιμά ότι τα υπάρχοντα μέτρα δεν επαρκούν. Η κυβέρνηση, διαμηνύει ότι δεν πρόκειται να δεχτεί ποσοτικοποίηση και νομοθέτηση μέτρων ενώ επισήμως διαψεύδει κατηγορηματικά πληροφορίες ότι υπάρχουν σκέψεις να υποχωρήσει (με βασικό όρο την ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση και την αποτροπή νέων ονομαστικών περικοπών στις συντάξεις) ως προς τη μείωση του αφορολόγητου, την αύξηση του μεσαίου συντελεστή ΦΠΑ, και την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις. Οι πληροφορίες αυτές ωστόσο φαίνεται να επιμένουν παρά τις διαψεύσεις.
Στο τραπέζι υπάρχει και το θέμα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους με την ΕΚΤ να έχει θέσει ως προϋπόθεση για την ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση τον προσδιορισμό των μεσοπρόθεσμων μέτρων του χρέους. Κάτι το οποίο ωστόσο ο γερμανός υπουργός Οικονομικών Β. Σόιμπλε δεν είναι διατεθειμένος να συζητήσει το επόμενο διάστημα και ως τις γερμανικές εκλογές.
Η πίεση προς την Αθήνα αυξάνεται περαιτέρω μετά τη συνέντευξη Σόιμπλε στην γερμανική εφημερίδα Suddeutsche Zeitung, όπου ουσιαστικά θέτει την ελληνική κυβέρνηση ενώπιον ενός νέου σκληρού διλήμματος: είτε να δεχτεί την παραμονή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα ικανοποιώντας τις απαιτήσεις του ώστε να προχωρήσει η υλοποίηση του προγράμματος χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση, είτε να διαλέξει την εναλλακτική της αποχώρησης του ΔΝΤ με ανάληψη του ρόλου του από τον ESM υπό γερμανική καθοδήγηση και μετά από πολύμηνες διαπραγματεύσεις για τον επανασχεδιασμό του τρίτου προγράμματος, σε μια χρονιά εκλογική για χώρες, όπως η Γαλλία, η Ολλανδία, η Γερμανία, κ.ά.
Η κυβέρνηση, σε μια προσπάθεια να κερδίσει χρόνο μέχρι να αποκωδικοποιήσει αυτή την παρέμβαση Σόιμπλε, ανέδειξε την καθησυχαστική ανάγνωση σύμφωνα με την οποία καταγράφεται πλέον και δια στόματος Σόιμπλε, ότι «μπορούμε και χωρίς το ΔΝΤ». Σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις στελέχη ερμήνευαν το τάιμινγκ της συνέντευξης αυτής ως ένδειξη ότι η γερμανική ηγεσία πληροφορείται ή πιθανολογεί μια αρνητική απόφαση του ΔΝΤ σχετικά με τη συμμετοχή του στο πρόγραμμα.
Αν όλα τα παραπάνω παραπέμπουν σε βέβαιη καθυστέρηση στη λήψη κρίσιμων αποφάσεων σχετικά με την ολοκλήρωση της αξιολόγησης και την ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση, γεννιέται το ερώτημα για πόσο χρονικό διάστημα η χώρα μπορεί να εξυπηρετεί τις υποχρεώσεις της χωρίς τις δόσεις των δανειστών. Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι δεν πιέζεται αυτή τη στιγμή καθώς δεν έχει άμεσες χρηματοδοτικές ανάγκες, δεν είναι σαφές όμως αν ισχύει το ίδιο και για την περίπτωση που η αξιολόγηση «συρθεί» ως το καλοκαίρι και φτάσει ως τον Ιούλιο οπότε πρέπει να πληρωθούν μεγάλες δόσεις τόκων σε ΔΝΤ, ΕΚΤ και ιδιώτες επενδυτές (περίπου 6 δισ.).
Πηγή: topontiki.gr