Είναι οι ηλικιωμένοι που ψάχνουν ακόμη την μητέρα του Λάκη, οι σπιτικές συνταγές, οι χειροποίητες μηχανές του Τάκη, τα μικρόφωνα με τα τσιτάτα που παίζουν όλη μέρα ή απλά η υπεροχή του παγωτού μηχανής που θρέφουν τις οικογένειες των δύο διασημότερων πλανόδιων παγωτατζήδων της χώρας για 50 χρόνια τώρα;
Του Μάρκου Πετρόπουλου
Κάθε χρόνο, κάθε φορά, στη Γιαγκοπούλου, στην κάτω πλευρά του πανηγυριού, πιάνουν πόστο σχεδόν απέναντι ο ένας από τον άλλο. Ο Λάκης ο Πυραυλάκης και ο Τάκης ο ΠΑΓΩΤάκης τόσο μακριά όσο χρειάζεται να μην ενοχλούν τα ηχεία του ένα τον άλλο: «Ότι λάχει ή Τάκη παγωτάκη;», κι απέναντι: «Αφράτο, χιονάτο»…
«Το ξεκίνησε η γιαγιά», μου λέει η Κρυσταλλία, η μεγάλη κόρη του Λάκη, παιδαγωγός στις σπουδές, που βοηθάει τον 54χρονο μπαμπά με την μικρότερη αδερφή της Ματίνα, γεωπόνο στο επάγγελμα. Η συνταγή φτιάχτηκε το ’58 από τη γιαγιά κι από τότε γυρνάνε τη χώρα με το βανάκι. «Τα πρώτα μηχανήματα παγωτού είχαμε. Κι έρχεται κόσμος, κοιτάει τη φωτογραφία της γιαγιάς και ρωτάει αν ζει. Τη θυμούνται από παλιά. Σαράντα χρόνια ερχόμαστε εδώ. 27 οι γονείς μας. Με τα παγωτά μας μεγαλώσανε», μου λέει η Κρυσταλλία βάζοντας ένα πύραυλο φράουλα βουτηγμένο σε ζεστή σοκολάτα. «Κι αν κουραστεί ο μπαμπάς θα συνεχίσουμε εμείς, μάλλον», αλλά στο βλέμμα φαίνεται πως κατά ‘κει το πάει. Γυροβολιά το καλοκαίρι και μετά πίσω στους Νέους Πόρους στον Πλαταμώνα, στην έδρα τις οικογενειακής επιχείρησης.
Τα ίδια κι απέναντι. Στου Τάκη. Τριάντα χρόνια παγωτά, τριάντα χρόνια ταξίδια στα πανηγύρια. Ο Βαγγέλης και η γυναίκα του, στο τιμόνι. Και δυο παιδιά, αγόρι και κορίτσι, τα εγγόνια του ΠΑΓΩΤάκη που πια δεν πολυβγαίνει και παίζει εντός έδρας στην Πτολεμαΐδα. «Να δούμε αν θα το συνεχίσουν τα παιδιά» μου λέει ο Βαγγέλης που θέλει να διαιωνίσει την επιχείρηση. Κι αυτοί με σπιτική συνταγή. «Και τις μηχανές μόνοι μας τις φτιάξαμε. Όλα. Μόνο το μέταλλο πήραμε, όλα είναι χειροποίητα» λέει με περηφάνια η γυναίκα του Βαγγέλη.
Φεύγω κι ακούγονται τα ηχεία μέχρι τα μπαράκια. Ε, μετά χάνονται. Άλλοι καιροί…