«Να κόψουν τον λαιμό τους να πάρουν τις αποφάσεις τους, αλλιώς θα πάω εκεί και θα τους κάνω το μαγαζάκι καλοκαιρινό, κα-λο-και-ρι-νό! Το κατάλαβες ρε Μανώλη;»
Μα φυσικά, ο Μανώλης, ο οδηγός του μπροστά ταξί, τα είχε καταλάβει όλα από πιο νωρίς, από πολύ πιο νωρίς. Θέλετε το γηραιότερο της ηλικίας του, θέλετε η πραότητα του προσώπου του, συμμάχισαν όλα δυναμικά για να του χαρίσουν εκείνη την αρμονία που τον χαρακτήριζε τις τελευταίες μέρες που έτυχε να τον παρατηρώ από απέναντι.
«Μην τα παρατάς βρε αγόρι μου», είπε τρυφερά, χτυπώντας τον προλαλήσαντα ελαφρά στην πλάτη, και οι κτύποι φάνταζαν απ΄ την καρδιά να βγαίνουν κι ας έμοιαζαν τόσο εξασθενημένοι. «Οι καταιγίδες ξέρεις, καταστρέφουν όλα όσα παλεύουμε με ιδρώτα να σπείρουμε μια ολόκληρη χρονιά κι έρχεται η άνοιξη και μήτε έναν καρπό δεν βλέπουμε στα χωράφια μας, μονάχα κείνα τα ξερόκλαδα που την καρδιά μας να ΄ξερες πως τρυπούν! Να θυμάσαι όμως γιε μου, πίσω ποτέ δεν κάναμε. Αυτή είναι η δύναμή μας-των καρπών πάντα εννοώ! Με το που ξεμυτίσουν οι νέοι βλαστοί και ρίζες χτίσουν, όλα τα μπορούν μετά, καμιά κακουχία πίσω δεν τους κρατά!»
Εκείνος έγνεψε καταφατικά, μα εκείνο το αργό κούνημα της κεφαλής μάλλον αγανάκτηση πρόδιδε παρά κατανόηση. Πέταξε επιδεικτικά το τσιγάρο που μόλις προ λίγου είχε ανάψει κι αναστέναξε ενώ από το στόμα του έβγαιναν ακόμη καπνοί- αν και για λίγο μου φάνηκε απ΄ τα αυτιά να βγαίνουν.
Φαίνεται πως τα ΄χε ξανακούσει όλα αυτά. Ίσως πάλι και να μην κατάλαβε όσα ο γηραιότερος προσπάθησε να του διδάξει. Έκανε τρία νωχελικά βήματα προς τα πίσω και μπήκε στο ταξί του. Είχε πελάτισσα να εξυπηρετήσει κι αν η διάθεση του δεν είχε χαλάσει τόσο ξαφνικά σίγουρα θα είχε παρατηρήσει τα κάλλη της περιποιημένης κυρίας. Μ’ ένα δυνατό μαρσάρισμα χάθηκε στην ανηφόρα προσπερνώντας το φανάρι στην πορτοκαλί του ακόμα απόχρωση.
Έμεινα για λίγο σκεπτική. Σάμπως η ίδια δεν τα ΄χα ξανακούσει όλα αυτά! Χίλιες και μα φορές τουλάχιστον! Μα κάτι σ΄ εκείνον τον ηλικιωμένο κύριο με είχε πείσει, ίσως για κείνο μόνο το λεπτό, δεν ξέρω. Ήταν ειλικρινής, αυτό μπορούσα να το δω ξεκάθαρα.
Έγειρε στην ξύλινη κολόνα του υπόστεγου όπου ξαποσταίνουν οι «ταρίφες» και ακούστηκε να μονολογεί φωναχτά: «Τα ΄φάγαν τα παιδιά μας, τα ΄φάγαν! Ανάθεμά τους. Ανάθεμα κι εμένα τον άχρηστο που δεν τα προστάτεψα!»
Ξέρετε αγαπώ τις κουβέντες των δρόμων. Είναι ότι οι δρόμοι σε γεμίζουν γνώση, εμπειρίες, αλήθειες, πράματα και θάματα!
Σε φορτώνουν με τη στενοχώρια που αναγκαστικά κουβαλούν, και είναι εκείνη ακριβώς η στενοχώρια που εσύ επέλεξες μια μέρα να ακουμπήσεις εκεί χάμω στην άσφαλτο. Είναι η πίκρα που δε θέλησες να πάρεις σπίτι σου και την πέταξες βιαστικά για να απαλύνει το βάρος των ποδιών.
Οι δρόμοι, γι’ αυτό ραγίζουν ξέρεις! Γιατί τα βάσανα όλου του κόσμου κρατούν. Αφού από εσένα τρέφονται. Κι όταν τα φώτα σβήνουν ακόμα είναι εκεί. Ανοίγουν μονάχα ρωγμές, λίγο πόνο με κάθε αύριο να πετάξεις.
Έχουν οι δρόμοι μυστικά και ιστορίες που ο νους σου δε βάνει. Έχουν πόνους και δυστυχία. Έχουν άχτι και προβλήματα. Έχουν όμως πάντα και μια τόση δα στάλα αισιοδοξίας, ελπίδας, αγάπης. Εκείνης που άφησες με ένα δάκρυ να πνιγεί. Αρκεί να μπορέσεις να δεις. Αρκεί να μπορέσεις να ακούσεις.
Γι΄ αυτό αγαπώ τους δρόμους, ιδιαίτερα τους μικρούς, τους στενούς, τους χωματένιους. Μην τους αδικείς λοιπόν, μην αδικείς μήτε τους ανθρώπους που περιφέρονται πάνω τους. Υπάρχουν αλήθεια και πόδια τίμια που σε διαλυμένες σόλες στηρίζονται μα βήμα πίσω ποτέ τους δεν κάνουν. Κι όσο αυτά τα πόδια υπάρχουν, μη φοβάσαι. Αυτά βαστούν τις καλές ψυχές!
«Μην είστε βλάκες ρε, δεν υπάρχει πιο έντιμος άνθρωπος από τον Έλληνα!», άκουσα φεύγοντας και μετά γέλια και χάχανα και πάλι γέλια…
Πηγή: antikleidi.com