New Yorker: Ο Ερντογάν οδηγεί την Τουρκία σε δικτατορία – Αποτυχημένο και αυταρχικό τον χαρακτήρισε ο Ομπάμα

Σκληρή επίθεση στον Τούρκο πρόεδρο εξαπολύει ο New Yorker. Σε άρθρο του για την επίσκεψη του Ερντογάν στην Ουάσιγκτον αναφέρει ότι παραμένει στοίχημα εάν ο Τούρκος πρόεδρος θα καταφέρει να πραγματοποιήσει την επίσκεψη χωρίς να δεχθεί την διαπόμπευση που του αρμόζει και καλεί τον πρόεδρο Ομπάμα να εγκαταλείψει τη γλώσσα της διπλωματίας και να ξεκαθαρίσει ότι ένας ηγέτης που φυλακίζει δημοσιογράφους και τους αντιπάλους του, εξοπλίζει την Αλ Κάιντα και βομβαρδίζει Κούρδους δεν μπορεί να είναι φίλος των ΗΠΑ.

Στα χαρτιά, γράφει ο New Yorker, ο Ερντογάν είναι σύμμαχος των ΗΠΑ. Η Τουρκία είναι μέλος του ΝΑΤΟ, μία μοντέρνα χώρα με μουσουλμανική πλειοψηφία, και πολλοί Αμερικανοί αξιωματούχοι φαντάζονται ότι αποτελεί μία γέφυρα για τη Μέση Ανατολή. Όταν ο Ερντογάν εξελέγη πρωθυπουργός της χώρας το 2003, πολλοί εξέφρασαν την ελπίδα ότι θα υπηρετήσει ένα δημοκρατικό μοντέλο που θα αποτελούσε παράδειγμα για τις υπόλοιπες μουσουλμανικές χώρες.

Αλλά αυτό ήταν αρκετό καιρό πριν, προσθέτει το περιοδικό. Ο Ερντογάν βρίσκεται στο δρόμο για να εξελιχθεί σε δικτάτορα εάν δεν έχει ήδη εξελιχθεί. Σε ελάχιστο χρόνο μετά την αρχική εκλογή του, οι πράκτορες του Ερντογάν ξεκίνησαν μία μεγάλη εκστρατεία για να καταστρέψουν τους πολιτικούς του αντιπάλους, φυλακίζοντας εκατοντάδες, δημοσιογράφους, πρυτάνεις πανεπιστημίων και αξιωματούχους του στρατού.

Παρά τις υπερβολές του ο Ερντογάν παραμένει δημοφιλής στην Τουρκία καθώς η οικονομία αναπτύσσεται. Το 2014 έχοντας ολοκληρώσει τρεις θητείες ως πρωθυπουργός, διεκδίκησε την προεδρική θέση και κέρδισε. Όμως οι Τούρκοι δεν του έχουν δώσει ακόμη τη λευκή επιταγή που έχει ζητήσει και πέρσι του αρνήθηκαν να ξαναγράψει το Σύνταγμα και να ενισχυθούν οι εξουσίες του.

Από την εκλογή του στην προεδρία ο Ερντογάν εξελίσσεται σε δικτάτορα, τσακίζοντας τα απομεινάρια του ελεύθερου Τύπου. Το Δεκέμβριο του 2014 η τουρκική αστυνομία συνέλαβε τον συντάκτη της μεγαλύτερης εφημερίδας της χώρας, Zaman, η οποία όχι απλά ασκούσε κριτική στον Ερντογάν αλλά έγραφε συστηματικά για τη διαφθορά της χώρας και της οικογένειας. Ο συντάκτης Ekrem Dumanlı, κατηγορήθηκε ότι προετοίμαζε πραξικόπημα. Νωρίτερα μέσα στο Μάρτιο η κυβέρνηση πολιόρκησε την εφημερίδα Zaman και ξεκίνησαν να τυπώνονται άρθρα υπέρ της κυβέρνησης.

Εκτός από τη Zaman, η εφημερίδα Cumhuriyet  παρέμενε ένας από τους τελευταίους πυλώνες αντιπολιτευτικής εφημερίδας, δημοσίευσε βίντεο που έδειχνε Τούρκους αξιωματούχους να εξοπλίζουν τους αντάρτες στη Συρία. Δεν υπάρχει κάτι νέο σε αυτό. Η Τουρκία ήταν μία χώρα που υποστήριζε επιθετικά και χωρίς διακρίσεις τους αντάρτες που μάχονταν τις κυβερνητικές δυνάμεις του Ασάντ, και το πήγε τόσο μακριά που εξόπλιζε τους πιο εξτρεμιστές της περιοχής συμπεριλαμβανομένων και τοπικών παραρτημάτων της Αλ Κάιντα. Η μακροχρόνια πολιτική της Τουρκίας να επιτρέπει σε αντάρτες να διασχίζουν ελεύθερα τη χώρα είναι υπεύθυνη ανάμεσα σε άλλους παράγοντες και για την άνοδο του ISIS.

Το πρόβλημα για τον Ερντογάν με το δημοσίευμα της Cumhuriyet, ήταν ότι ήρθε σε μία στιγμή όπου ο πρόεδρος Ομπάμα πίεζε την Άγκυρα να αλλάξει την πολιτική της και να ενωθεί στη μάχη κατά του ISIS. Το δημοσίευμα έκανε τον Ερντογάν να μοιάζει υποκριτής. Το Νοέμβριο η κυβέρνηση συνέλαβε δύο κορυφαίους συντάκτες της εφημερίδας με την κατηγορία της κατασκοπείας.

Οι εισαγγελείς ζήτησαν την ισόβια καταδίκη των δημοσιογράφων, ο Ερντογάν είναι κατήγορος στην υπόθεση και η δίκη θα είναι κλειστή για το κοινό. Η εκστρατεία του Ερντογάν κατά της Cumhuriyet συνέπεσε με βίαιες επιθέσεις κατά Κούρδων δημοσιογράφων. Τουλάχιστον 12 από αυτούς έχουν συληφθεί και κρατούνται με κατηγορίες ότι υποστηρίζουν την τρομοκρατία.

Τουλάχιστον 20 δημοσιογράφοι παραμένουν στις τουρκικές φυλακές σύμφωνα με την Nina Ognianova, από την επιτροπή προστασίας των δημοσιογράφων που εδρεύει στη Νέα Υόρκη. «Είναι πολύ δύσκολο να πάρεις πληροφορίες και δεν είμαστε σίγουροι πόσοι δημοσιογράφοι είναι φυλακισμένοι» είπε η ίδια.

Κάτω από κανονικές συνθήκες οι ενέργειες του Ερντογάν που μετατρέπουν την τουρκική  δημοκρατία σε ένα αυταρχικό καθεστώς, θα αναμενόταν να προκαλέσουν κριτική ακόμη και οικονομικές κυρώσεις. Αλλά από το 2009 ο πρόεδρος Ομπάμα αντιμετώπισε τον Ερντογάν σαν σύμμαχο και φίλο. Η διοίκησή του συνεχίζει να το κάνει, ακόμη και μετά την καταστολή των εφημερίδων. Γιατί; Διότι, απαντά το περιοδικό, οι ΗΠΑ θέλουν απεγνωσμένα την Τουρκία, μία χώρα με μουσουλμανική πλειοψηφία, στη μάχη κατά του ISIS. Αλλά ακόμη και σε αυτόν τον τομέα η Τουρκία δεν προσφέρει μεγάλη βοήθεια. Εστιάζει στον βομβαρδισμό των Κούρδων στη βόρειοανατολική Συρία, τους πιο αποτελεσματικούς συμμάχους στην περιοχή και υπάρχουν αποδείξεις ότι η πολιτική του Ομπάμα αλλάζει. Όπως γράφει ο New Yorker, ο Ομπάμα σε μία συζήτηση με τον Jeffrey Goldberg από το Atlantic, είπε ότι θεωρούσε τον Ερντογάν μετριοπαθή, αλλά τώρα τον βλέπει σαν αυταρχικό και αποτυχημένο.

Αυτή είναι μία αρχή, γράφει το περιοδικό και γράφει για την συνάντηση Ομπάμα- Ερντογάν στην Ουάσιγκτον.  Ας ελπίσουμε, συμπληρώνει το περιοδικό, ότι ο πρόεδρος Ερντογάν θα αφήσει τη διπλωματική γλώσσα και θα μιλήσει για την ουσία: Ότι οποιοσδήποτε ηγέτης που φυλακίζει δημοσιογράφους, και εξοπλίζει την Αλ Κάιντα και βομβαρδίζει τους Κούρδους και φυλακίζει τους αντιπάλους του δεν μπορεί να είναι φίλος των ΗΠΑ.

 

Πηγή: New Yorker

Leave a Reply

Your email address will not be published.