Από τα βυζαντινά χρόνια. Βεβαίως. Μια δουλειά δύσκολη και υπεύθυνη. Κι ο γανωτής (ή γανωματής ή καλαϊτζής) που γυρνούσε τα χωριά για το μεροκάματο έκανε κάτι παραπάνω. Έσωζε τους ανθρώπους από βέβαιο θάνατο μιας και τα αγάνωτα σκεύη ήταν εξόχως επικίνδυνα. Το «γάνωμα» λοιπόν έπρεπε να γίνεται συχνά για λόγους υγείας, κυρίως στα σκεύη που χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα. Άλλες εποχές. Κι άφηνε μεροκάματο. Σήμερα γάνωμα για να λαμπυρίζουν στον ήλιο. Vintage που λένε κι οι decorater. Για τ’ άλλα έχουμε τις χύτρες βλέπεις…. Τα μπακίρια, στη σιφονιέρα πάνω.
Του Μάρκου Πετρόπουλου
Στη Μεγάλου Αλεξάνδρου τα έστησαν τα μαγαζιά. Εντός-εκτός πανηγυριού, ο ένας απέναντι απ’ τον άλλο καμιά πενηνταριά μέτρα μακριά. Ο ένας δε μου μίλησε, φοβήθηκε μου είπε (άδικο έχει, άκουσε δημοσιογράφο…), στους άλλους με το κόκκινο παλιό βανάκι και το χρυσό σπρέι για πινακίδα πήγα πιο δυνατά. Μη το χάσουμε και το θέμα… Ο Πέτρος κι η Βασιλική. Και δυο κουτσούβελα κι ο ξάδερφος. Πρώτη φορά φέτος στο πανηγύρι μου λέει η Βασιλική αλλά θα ‘ρθουμε και του χρόνου. Από τη Βουλγαρία. Εκεί είναι η έδρα.
-Γυρνάτε στα πανηγύρια;
-Όχι, όχι. Πρώτη φορά. Στα χωριά πάμε που έχει πιο πολύ δουλειά. Αλλά του χρόνου θα ξανάρθουμε κι εδώ. Βγαίνει ένα μεροκάματο. Το φαί μας, μου λέει χαμογελαστή ενώ μια κυρία κλείνει ραντεβού με τον Πέτρο να φέρει τα μπακίρια της τ’ απόγευμα για γάνωμα.
«Οκτώ χρόνια κάνουμε τη δουλειά και ψωμί βγαίνει». Τα παιδιά; τη ρωτάω.
-Τη μάθανε τη δουλειά αλλά είναι μικρά ακόμα. Θα τη συνεχίσουν, μου λέει με σιγουριά κι ο πιτσιρικάς χαζεύει από δίπλα τη συνέντευξη. Το χειμώνα γυρνάνε στη Βουλγαρία και μόλις γλυκάνει ο καιρός πάλι εδώ, στα ελληνικά χωριά της Βόρειας Ελλάδας.
-Φωτογραφίες να βγάλω;
-Όχι, όχι εμάς, βγάλε τον μικρό με τον ξάδερφό του, μου λέει η Βασιλική αλλά μετά τις δύο πρώτες μ’ αφήνει να βγάλω τη φαμίλια.
Θα είναι κι αύριο εκεί. Να ξέρετε αν έχετε κανά μπακίρι για γυάλισμα. Στις αποθήκες τα τρώει το σαράκι….