«Φέτος θα στολίσουμε καραβάκι» ήταν η ανακοίνωση της μάνας εκείνα τα πασίχαρα κατά τ’ άλλα Χριστούγεννα. «Δεν είναι καθόλου ιν (ιν; Έ ρε μάνα!), τα κωνοφόρα. Τα βαρέθηκα πια.»
Γύρισε κι ο πατέρας με θυμηδία, τον έπιασαν οι ντουβρουτζάδες. «Και τι είμαστε εμείς; Τίποτε Αθηνέζοι είμαστε; Και που να βρούμε χριστιανή μου το πλοίο χριστουγεννιάτικα; Έχεις ιδέα πόσο κάνουν αυτά τα θηρία;»
Κι εμείς ως παιδιά με ψυχοσύνθεση προβάτου (ό,τι πει η μαμά ) βάλαμε τα κλάματα επάνω στο φουντωτό χαλί κι αφήσαμε δάκρυα να κυλούν στα μάγουλα, μήπως και δροσίσουν την ατμόσφαιρα και καταλαγιάσουν έτσι τα πνεύματα του λαικού συρφετού στη μέση του σαλονιού.
Μα μήτε το ‘να έπιανε, μήτε το άλλο. Ξέσπασε έτσι ο σαματάς, γιατί «η γνώμη μου εμένα ποτέ δε μετράει» και «τόσα έχω κάνει εγώ γι’ αυτό το σπίτι» και πάει λέγοντας.
Θυμήθηκα τότε και την πανέμορφη, πολυπόθητη κούκλα (που φόρτωσε τα φτωχά, παιδικά μου μάτια με σύνδρομο κατωτερότητας και με οδήγησε με ευκολία σ’ έναν πρόωρο εφηβικό παροξυσμό), η οποία θα ‘ταν για άλλη μια χρονιά μακρινό μου όνειρο, αν εν τέλει αγοράζαμε το δέντρο-καραβάκι(ποιος νοιάζεται;), βάλθηκα κι εγώ να πλαντάζω δίχως αύριο.
Πιάστηκε κι η μάνα με φιοριτούρες, μήπως κι η γνώμη της περάσει, πιάστηκε ο πατέρας με γιρλάντες που πρώτη φορά φαίνεται να ‘χε δει.
Τρεις ώρες μου φαίνεται κράτησαν οι ατέρμονες λογοδιάρροιες μα υποχώρηση ουδεμιά. Σχέλτιασε κι εκείνη, σωριάστηκε στη μπερζέρα με ύφος αδικημένης χολιγουντιανής ντίβας. Κοντοστάθηκε κι εκείνος με νέες αποχρώσεις στο πρόσωπο-που ταίριαζαν άψογα θαρρώ με τα γιορτινά μας σκουφάκια, και στράφηκε στο χολ.
Κι έμοιαζε τώρα το καθιστικό σα λατρεμένη σεκάνς ερωτικής ταινίας. Ήμασταν τάχα κάπου στο αποκορύφωμα. Εκεί που όλοι ξάφνου σφιχταγκαλιάζονται, κορμιά κυλιούνται στα πατώματα, συγνώμες αραδιάζονται, λυγμοί ξεσπούν, παιδιά ταχταρίζουν γλυκίσματα γιορτινά, δεκάδες χαμόγελα πλάι σε τζάκια αστικά.
Σαφώς τίποτα απ’ αυτά δε συνέβη στην πραγματικότητα. Μείναμε θυμωμένοι εκείνα τα Χριστούγεννα. Αντί να στολίσουμε δέντρα και καράβια, στολίσαμε ο ένας τον άλλον (για τα καλά).
Και το μετανιώσαμε πικρά. Γιατί η αλήθεια είναι πως εκείνα τα Χριστούγεννα ούτε καράβι, ούτε δέντρο βαστούσε η τσέπη κανενός.
Στολίσαμε όμως τη γλάστρα και μας φάνηκε, ξέρετε, πελώρια. Στολίσαμε το μπιμπελό καραβάκι ολίγων μόνο εκατοστών, κ έμοιαζε ξαφνικά όλους μέσα να μας χωρά.
Γιατί μέσα στους σαματάδες και τις αρβάλες είχαμε τουλάχιστον ο ένας τον άλλον. Το μικρό καθιστικό ζέστανε πιο εύκολα τις καρδιές. Κι ο σαφώς μπαναλιτέ στολισμός του μικρού μας σπιτιού στη διασταύρωση του δρόμου, έμοιαζε ξαφνικά να μας ταιριάζει καλύτερα.
Τα Χριστούγεννα φαίνεται είναι για όλους μας. Με όποιον τρόπο μπορεί ο καθένας να τα ζήσει.