Τα μικρά παιδιά τείνουν να λένε καλύτερα ψέματα, αν έχουν καλή μνήμη. Αυτό έδειξαν τουλάχιστον τα ευρήματα μιας νέας έρευνας, σύμφωνα με την οποία οι επιστήμονες ανακάλυψαν σαφείς ενδείξεις, ότι οι νεαροί που τα πηγαίνουν καλά… με το ψέμα, έχουν καλύτερη λεκτική μνήμη.
Οι καλύτεροι ψεύτες ήταν σε θέση να δημιουργούν και να διατηρούν τις ιστορίες-κάλυψη για τα ψέματά τους χωρίς να γίνονται αντιληπτοί, όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές.
Η ψυχολόγος Dr Elena Hoicka, μέλος της ερευνητικής ομάδας από το πανεπιστήμιο του Σέφιλντ που διεξήγαγε την έρευνα, σχολίασε σχετικά: «Ενώ οι γονείς δεν είναι συνήθως περήφανοι όταν τα παιδιά τους ψεύδονται, τουλάχιστον μπορούν να γνωρίζουν πλέον, ότι όταν τα παιδιά τους λένε ψέματα καλά, αυτό σημαίνει ότι λειτουργεί καλύτερα ο τρόπος σκέψης τους και έχουν καλές δεξιότητες μνήμης».
«Γνωρίζουμε, ότι οι ενήλικες λένε ψέματα σχεδόν στο ένα πέμπτο των κοινωνικών τους συναναστροφών διάρκειας 10 λεπτών περίπου. Θεωρήσαμε ενδιαφέρον να ανακαλύψουμε γιατί ορισμένα παιδιά είναι καλύτερα στο να λένε περισσότερα ψέματα από κάποια άλλα» ανέφερε ακόμη η ίδια, προσθέτοντας ότι οι επιστήμονες να προχωρήσουν την έρευνά τους περαιτέρω για να ανακαλύψουν περισσότερα γύρω από το πώς τα παιδιά μαθαίνουν να λένε ψέματα.
Στην έρευνα συμμετείχαν 114 παιδιά ηλικίας 6 και 7 ετών, από τα οποία ζητήθηκε να απαντήσουν σε ένα κουίζ, βάζοντάς τα στον πειρασμό να «κλέψουν» σε μια απάντηση η οποία αναγραφόταν στο πίσω μέρος της κάρτας.
Στην αρχή οι ερευνητές έκαναν δύο πολύ απλές ερωτήσεις, όπως: τι ήχο βγάζει ένας σκύλος και τι χρώμα έχουν οι μπανάνες.
Στη συνέχεια τα ρώτησαν αν γνώριζαν το όνομα του χαρακτήρα καρτούν Spaceboy. Κάθε παιδί έμεινε μόνο του σε ένα δωμάτιο με μια αναποδογυρισμένη κάρτα, στην οποία αναγραφόταν το όνομα, λέγοντάς τους να μην κρυφοκοιτάξουν την απάντηση.
Η απάντηση, «Τζιμ» ήταν γραμμένη στο πίσω μέρος της κάρτας, με πράσινη μελάνι ενώ απεικονιζόταν και η εικόνα μιας μαϊμούς. Τα παιδιά δε γνώριζαν ότι παρακολουθούνταν από μια κρυφή κάμερα. Οι επιστήμονες, επομένως, γνώριζαν ποιος είχε κοιτάξει την κάρτα και ποιος όχι.
Τα παιδιά που απάντησαν σωστά και ισχυρίστηκαν ότι δεν είχαν «κλέψει», απάντησαν σε επιπλέον ερωτήσεις-παγίδες, σύμφωνα με τη γραπτή απάντηση και τη συνοδευτική της εικόνα.
Οι ερευνητές ρώτησαν τα παιδιά αν μπορούσαν να μαντέψουν με τι χρώμα ήταν γραμμένη η απάντηση και τι εικόνα κρυβόταν στο πίσω μέρος της κάρτας. Αν κάλυπταν «τα ίχνη» τους προσποιούμενα ότι δε γνώριζαν, ή αν μάντευαν σκοπίμως λάθος, κατηγοριοποιούνταν ως «καλοί ψεύτες».
Όσα παιδιά απέτυχαν σε μία ή και στις δύο ερωτήσεις-παγίδες, αποκαλύπτοντας περισσότερα από αυτά που έπρεπε, κατηγοριοποιήθηκαν ως «κακοί ψεύτες». Για τη σύγκριση, μια ακόμη ομάδα παιδιών συμμετείχε στο ίδιο πείραμα, όμως οι ερευνητές τους επέτρεψαν να κοιτάξουν την κάρτα αν ήθελαν.
Επιπλέον, οι ερευνητές διεξήγαγαν τεστ για να αξιολογήσουν τη λεκτική και οπτικο-χωρική μνήμη κάθε παιδιού. Η τελευταία αναφέρεται στην αποθήκευση στη μνήμη πολλών εικόνων ταυτόχρονα. Τα συμπεράσματα της έρευνας δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό Journal of Experimental Child Psychology.
Σύμφωνα με αυτά, οι «καλοί ψεύτες» απέδωσαν καλύτερα στις λεκτικές δοκιμασίες μνήμης, που αξιολογούσαν τόσο την ψυχική επεξεργασία όσο και την ανάκληση. Αντίθετα, δεν παρατηρήθηκε διαφορά στην οπτικο-χωρική βαθμολογία της μνήμης- εργασίας ανάμεσα στους «καλούς» και τους «κακούς» ψεύτες. Αυτό, σύμφωνα με τους ερευνητές μπορεί να οφείλεται στο γεγονός, ότι τα ψέματα είναι λιγότερο πιθανό να απαιτούν την παρακολούθηση οπτικών εικόνων.
«Αυτή η έρευνα δείχνει ότι η διαδικασία της σκέψης, ειδικά η λεκτική μνήμη εργασίας, είναι σημαντική σε πολύπλοκες κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, όπως τα ψέματα, γιατί τα παιδιά χρειάζεται να λειτουργούν πολλά κομμάτια πληροφοριών, διατηρώντας παράλληλα την προοπτική του ερευνητή στο μυαλό τους» ανέφερε η Dr Tracy Alloway από το πανεπιστήμιο της Βόρειας Φλόριντα.
newsbeast.gr