Τις λέμε και τις ξαναλέμε αυτές τις ημέρες. Ξέρουμε όμως τι σημαίνουν; Όχι ότι αν δεν ξέρουμε θα περάσουμε χειρότερα, αλλά να έτσι!
Τα κάλαντα: ετυμολογική και λαογραφική ερμηνεία
Η λέξη κάλαντα προέρχεται από τη λατινική «calenda», που σημαίνει αρχή του μήνα, τραγουδιόνταν στην αρχή του μήνα, ενώ διαμορφώθηκε από το ελληνικό ρήμα καλώ. Η ιστορία τους συνδέεται με την Αρχαία Ελλάδα. Έχουν βρεθεί αρχαία γραπτά κομμάτια παρόμοια με τα σημερινά κάλαντα (Ειρεσιώνη στην αρχαιότητα).
Τα παιδιά της εποχής εκείνης κρατούσαν ομοίωμα καραβιού που παρίστανε τον ερχομό του θεού Διόνυσου. Αλλοτε κρατούσαν κλαδί ελιάς ή δάφνης στολισμένο με καρπούς και άσπρο μαλλί (η λεγόμενη ειρεσιώνη, από το έριο = μαλλί), γύριζαν και τραγουδούσαν και τους έδιναν δώρα. Στις κλωστές έδεναν τις προσφορές των νοικοκύρηδων.
Το τραγούδι της Ειρεσιώνης της εποχής του Ομήρου, συναντάμε σήμερα με μικρές παραλλαγές στα κάλαντα της Θράκης:
“Στο σπίτι ετούτο πού ‘ρθαμε του πλουσιονοικοκύρη
ν’ ανοίξουνε οι πόρτες του να μπει ο πλούτος μέσα
να μπει ο πλούτος κι η χαρά κι η ποθητή ειρήνη
και να γεμίσουν τα σταμνιά μέλι, κρασί και λάδι
κι η σκάφη του ζυμώματος με φουσκωτό ζυμάρι”.
Μετά, πήρε το έθιμο αυτό και η Ρώμη. Από τον 13ο αιώνα και μετά απέκτησαν σημασία και διαδόθηκαν τα κάλαντα.
Στο Βυζάντιο κρατούσαν ραβδιά, ή φανάρια, ή ομοιώματα πλοιαρίων ή και κτιρίων, στολισμένα και τραγουδώντας, συνόδευαν το τραγούδι με κρούση τριγώνου ή τυμπάνου. Σήμερα η βάση, και μάλιστα στους Πόντιους, διασώζεται άθικτη.Τα κάλαντα έχουν τη βάση τους σε παλιά λαϊκά τραγούδια.
Πρόκειται για τραγούδια με ευχές για τον νοικοκύρη και τα άλλα μέλη της οικογένειας. Τα κάλαντα είναι μια πράξη τελετουργική, η οποία σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη έχει ως αποτέλεσμα την ευημερία. Στα παλιά χρόνια τα παιδιά τραγουδούσαν τα κάλαντα το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων, κρατώντας φαναράκια αναμμένα, άλλα φλογέρα ή φυσαρμόνικα και άλλα πάλι μαζί τραγουδούσαν, σαν σε χορωδία, τα κάλαντα.
Κάλαντα ή κόλιεντα ή κόλιαντα ή κόλιντα Χριστούγεννα
Έτσι λέγονται τα τραγούδια που έχουν ως στόχο τους να φέρουν ένα μήνυμα.
Τα κάλαντα είναι τραγούδια με στίχους που από τη μια υπενθυμίζουν–αναγγέλλουν-τονίζουν την έλευση είτε κάποιας χαρμόσυνης γιορτής (τη Γέννηση Του Χριστού) είτε κάποιου θλιβερού γεγονότος (Μ. Βδομάδα – Σταύρωση Χριστού) και από την άλλη εκφράζουν ευχές σε φίλο ή γείτονα ή άρχοντα και γενικά σε κάθε νοικοκύρη που επισκέπτονται ή συναντούν εκείνοι που λένε τα κάλαντα (οι καλαντάρηδες) και τα μέλη της οικογένειάς του (την «κερά», σύζυγο, το γιο, τη θυγατέρα).
Το κίνητρο για κείνους που λένε τα κάλαντα είναι να αποκομίσουν είτε την καλούμενη στην Κρήτη «καλή χέρα» (φιλοδώρημα) είτε τα καλούμενα στην Κρήτη «καλοχερίδια» (τα καλούδια, τα πάσης φύσεως γλυκά ή ακόμη και αγαθά όπως αυγά, στάρι, λάδι).
Για να συγκινήσουν το νοικοκύρη και να δώσει μεγάλα φιλοδωρήματα, οι καλαντάρηδες λένε και πάρα πολλά παινέματα (επαίνους), χαρακτηρισμούς (αφέντη, πρωταφέντη, άρχοντα) τόσο για τον ίδιο όσο και για τα άλλα μέλη της οικογένειάς του και με στίχους που να είναι ποταμός από εικόνες εκπληκτικής ομορφιάς.
Τα τραγούδια αυτά έχουν εντελώς δικά τους βασικά χαρακτηριστικά:
Πρώτα-πρώτα δεν είναι τραγούδια φτιαγμένα από λόγιους ή ποιητές, αλλά από τον ίδιο το λαό μας, τραγούδια που, καθώς είναι βγαλμένα μέσ’ από την ψυχή του λαού μας, που είναι όμοια σε εικόνες, σε έκφραση και σε κάλλος με τ’ άλλα τα τραγούδια τα δημοτικά, που τα λόγια τους βγαίνουν από το στόμα του λαού, σαν το γάργαρο νερό που κατρακυλάει απ’ τις πλαγιές της Πίνδου και του Ολύμπου, μιλάνε ολόισια στην ψυχή του ανθρώπου, κάνοντάς τον να τα νιώθει, να τα ζει, να τα χαίρεται.
Και, μολονότι φτιαγμένα από απλούς ανθρώπους, πολλές φορές οι στίχοι τους είναι τόσο ποιητικοί ώστε συναγωνίζονται ακόμα και τους πιο φροντισμένους στίχους ποιημάτων, φανερώνοντας την ποιητική ψυχή του λαού μας.
Λένε, ανάμεσα στ’ άλλα, τα καστοριανά κάλαντα και είναι στίχοι που συναγωνίζονται σε ποιητικότητα, σε ζωντάνια και ομορφιά ακόμα και τους στίχους μεγάλων ποιητών.
Και πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κι αυτό… Πως τα κάλαντα κατ’ αρχήν διηγούνται το ιστορικό της γιορτής που ξημερώνει. Έτσι, τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα εξιστορούν στην αρχή τους τη γέννηση του Χριστού.
Έχουν, όμως, και επαινετικό χαρακτήρα. Αυτός ο χαρακτήρας υπάρχει έντονος στα χριστουγεννιάτικα κάλαντα της πόλης της Καστοριάς, που εμείς εδώ στο χωριό μας τα λέμε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς.
Και, εκτός από την εξιστόρηση του γεγονότος που γιορτάζουμε και τον επαινετικό τους χαρακτήρα, περιέχουν πάντοτε και ευχές.
Βεβαίως υπάρχει και το ζήτημα της αμοιβής. Μόνο που η αμοιβή δεν ήταν ο κύριος σκοπός των καλαντιστών. Ο κύριος σκοπός τους ήταν πάντοτε η παρέα, η συνεύρεση με την παρέα. Γι’ αυτό οι καλαντιστές δεν εισέπρατταν ξεχωριστά τα φιλοδωρήματά τους, στην αρχή όχι χρήματα, αλλά ψωμάκια, κάστανα, καρύδια, μήλα, κυδώνια, κρασί, λουκάνικα και ό,τι άλλο χρειάζεται για το ομαδικό φαγοπότι και το τσιμπούσι που ακολουθούσε. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη χαρά των καλαντιστών, τα κοινά γλέντια, η κοινή διασκέδαση της παρέας.
Σήμερα οι καλαντιστές που εισπράττουν χρήματα θα ‘πρεπε κανονικά να έχουν ταμείο κοινό και στο τέλος να ακολουθεί η μοιρασιά.
Έπειτα είναι και η επικοινωνία. Όχι μονάχα με την παρέα, αλλά και με τα άλλα μέλη της κοινότητας, με τα οποία είναι επίσης πολύ δεμένοι οι καλαντιστές. Γι’ αυτό και έλεγαν στο κάθε σπιτικό και άλλα λόγια, άλλα για τον παπά, άλλα για τον μορφωμένο, άλλα για το σπίτι που έχει ανύπαντρο κορίτσι ή ξενιτεμένο ή μικρό παιδί… Αυτό προϋποθέτει το δέσιμο των μελών της κοινότητας μεταξύ τους. Γι’ αυτό και τα κάλαντα χάνουν το νόημά τους όταν χάνεται αυτή η προσωπική σχέση του καλαντιστή με το νοικοκύρη.
Κι ας μην ξεχνάμε ότι οι ιδανικοί καλαντιστές είναι τα παιδιά. Τα παιδιά κουβαλάνε μες σ’ ολόκληρους αιώνες αυτήν ειδικά την Παράδοση -από ευγνωμοσύνη, θαρρείς, προς τον Χριστό που τα ευλόγησε όταν ήταν εδώ στη γη και τα ξεχώρισε απ’ όλα τα ανθρώπινα πλάσματα της γης, γι’ αυτόν το λόγο και αυτά εκφράζουν τη ευγνωμοσύνη τους κάθε φορά που γεννιέται ο Χριστός, όση παγωνιά κι αν είναι απλωμένη τριγύρω τους.
Και όπως πρέπει πληρωμένα από εμάς τους μεγάλους, που κουκουλωμένοι με τα ζεστά μας παπλώματα, ακούμε τις φωνές τους μες στο ξημέρωμα και νιώθουμε σαν να έχουν ανοίξει οι ουρανοί και πως οι άγγελοι ανεβοκατεβαίνουν για άλλη μια φορά, ψάλλοντάς μας ένα άλλο “Δόξα εν Υψίστοις”.
Τα μελομακάρονα, τα μακαρόνια και ο μακαρίτης: Υπάρχει ετυμολογική σχέση ανάμεσα τους;
Είναι εύκολο να συνδυάσουμε την ετυμολογία του χριστουγεννιάτικου παραδοσιακού γλυκίσματος, του μελομακάρονου, από τις λέξεις μέλι + μακαρόνι. Μην ψάξετε, όμως, να βρείτε ομοιότητα σχήματος ανάμεσα στα μακαρόνια και τα μελομακάρονα.
Ψάχνοντας προσεκτικά σε ελληνικά και ξένα λεξικά θα βρείτε την εκδοχή ότι η λέξη “μακαρόνι” παράγεται από τη μεσ. ελληνική λέξη “μακαρωνία” (νεκρώσιμο δείπνο με βάση τα ζυμαρικά).
Η μακαρωνία με τη σειρά της έρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη “μακαρία”, που δεν ήταν άλλο από την ψυχόπιτα, δηλαδή, ένα κομμάτι άρτου, στο σχήμα του μελομακάρονου, το οποίο το προσέφεραν μετά την κηδεία. Στους νεότερους χρόνους ένα γλύκισμα που έμοιαζε με τη μακαρία βουτήχτηκε στο μέλι και γι’ αυτό ονομάστηκε μελομακάρονο.
Οι Ιταλοί, έθνος με παράλληλο πολιτισμό, διατήρησαν τη λέξη μακαρωνία στη λέξη maccarone (μακαρόνι). Οι Έλληνες συνέχισαν, τουλάχιστον, για 3.000 χρόνια να χρησιμοποιούν λέξεις, όπως μακάρι, μακάριος, μακαρίτης, μακαριστός και τελευταία, μακαρονάς, μακαρονάδα και άλλα. Αξίζει να σημειωθεί ότι από το 1.500 μ.Χ. γίνεται γνωστό στη Γαλλία και αργότερα στην Αγγλία ένα αμυγδαλωτό μπισκότο, κάτι σαν το δικό μας “εργολάβο”, με το όνομα “macaroon”.
Οι καλικάντζαροι
Μια από τις πιο γνωστές λαϊκές δοξασίες είναι αυτή των καλικάντζαρων. Σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, από τα Χριστούγεννα έως την παραμονή των Φώτων, πιστεύουν πως βγαίνουν οι Καλικάντζαροι. Κατά τη λαϊκή φαντασία, είναι «μαυριδεροί με κόκκινα μάτια, με τρίχινα πόδια, με χέρια σαν της μαϊμούς κι έχουν όλο το κορμί τους τριχωτό. Μπαίνουν στα σπίτια και τρώνε τις τηγανίτες και τα γλυκά».
Υπάρχουν πολλές εκδοχές για την ετυμολογική εξήγηση της λέξης καλικάντζαρος.
Οι πιο γνωστές απ’ αυτές είναι:
- από το καλός + κάνθαρος (το σκαθάρι, scarabaeus pilularius) > καλικάνθαρος (με αυτή την άποψη συμφωνούν οι περισσότεροι: Κοραής, Κουκουλές, Μπούντουρας Boll).
- ο Ν. Πολίτης μεταφέρει την λαϊκή εκδοχή ότι οι Καλικάντζαροι είναι βρικόλακες Ατσιγγάνων (Κάλι+Γάντζαροι)
- από τη λατινική λέξη caligatus > καλίγατος
- από το “καλός + κένταυρος”, κατά τον Lawson
- από το “λύκος + κάνθαρος” ή από το “καλός+τσαγγίον” ή από το “καρκάντζι” (ο τσουρουφλισμένος)
πηγή: 24grammata.com