Ευκολίες αποπληρωμής των λογαριασμών ρεύματος, ανακοίνωσαν την περασμένη εβδομάδα, ο αρμόδιος υπουργός Περιβάλλοντος Παναγιώτης Λαφαζάνης και ο επικεφαλής της ΔΕΗ Εμμανουήλ Παναγιωτάκης.
Αμφότεροι υποσχέθηκαν σύντομα ανακοινώσεις και για τη μείωση του ενεργειακού κόστους, ωστόσο, η εξέλιξη του μείγματος καυσίμων τους πρώτους μήνες του έτους, η οποία χαρακτηρίζεται από τη συνεχιζόμενη υποχώρηση του λιγνίτη υπέρ των ΑΠΕ και των εισαγωγών, δεν αφήνουν κανένα τέτοιο περιθώριο αλλά αντίθετα οδηγούν σε αύξηση του ενεργειακού κόστους.
Η συμμετοχή του λιγνίτη, του φθηνού «εθνικού» καυσίμου στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής ακολουθεί τα τελευταία χρόνια σταθερά φθίνουσα πορεία, φθάνοντας τον Απρίλιο του 2015 στο 30% που αποτελεί και το χαμηλότερο ιστορικό επίπεδο. Το πρώτο τρίμηνο έτους, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΛΑΓΗΕ, η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας αυξήθηκε σε ποσοστό 8,4% -αποτέλεσμα κυρίως της χρήσης ηλεκτρικών συσκευών για θέρμανση από τα νοικοκυριά- και καλύφθηκε σε ποσοστό 24% από εισαγωγές. Η λιγνιτική παραγωγή το ίδιο διάστημα μειώθηκε σε ποσοστό 21,6%, περιορίζοντας τη συνολική συμμετοχή του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή στο 34% έναντι 45% τα προηγούμενα χρόνια. Το ποσοστό συμμετοχής των μονάδων φυσικού αερίου περιορίστηκε στο 11%, ενώ οι ΑΠΕ κάλυψαν το 10% της ζήτησης. Εντυπωσιακά είναι και τα στοιχεία για την παραγωγή της ΔΕΗ το πρώτο τετράμηνο του έτους που δείχνουν υποχώρηση της λιγνιτικής παραγωγής σε ποσοστό 23,6%, του φυσικού αερίου σε ποσοστό 41,1% και υπερδιπλασιασμό των εισαγωγών, που εμφανίζονται αυξημένες σε ποσοστό 57% σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2014.
Η δέσμευση του κ. Λαφαζάνη για μείωση του ενεργειακού κόστους σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, είναι αδύνατον να τηρηθεί, χωρίς μέτρα αναστροφής αυτής της εξέλιξης. Μείωση της συμμετοχής του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή σημαίνει αυτόματα αύξηση του κόστους παραγωγής, αφού πρόκειται για το φθηνότερο καύσιμο. Το ύψος της αύξησης εξαρτάται κάθε φορά από το καύσιμο που υποκαθιστά τον λιγνίτη, με την υψηλότερη επιβάρυνση να προκύπτει όταν πρόκειται για τις ΑΠΕ.
Επιβάρυνση
Οταν το λιγνιτικό κόστος παραγωγής με βάση τα στοιχεία της ΔΕΗ -που αμφισβητούνται από την αγορά ως υπερκοστολογημένα- προσδιορίζεται στα 59 ευρώ η μεγαβατώρα και το μέσο κόστος παραγωγής της ενέργειας που παράγεται από ΑΠΕ στα 149,4 ευρώ η μεγαβατώρα, για τους καταναλωτές προκύπτει υπερδιπλάσια επιβάρυνση ακόμη και όταν καταναλώνουν τις ίδιες κιλοβατώρες, όταν ο αριθμός αυτών που παρήχθησαν από λιγνίτη έχουν μειωθεί και έχουν υποκατασταθεί από «πράσινες» κιλοβατώρες. Οι προβλέψεις του ΑΔΜΗΕ (Διαχειριστή του Συστήματος) για αύξηση της συμμετοχής των ΑΠΕ μέχρι το 2020, σε συνδυασμό με την απόσυρση λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ,επίσης μέχρι το 2020, αλλά και τη χαμηλή απόδοση συνολικά του λιγνιτικού δυναμικού της επιχείρησης, οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε περαιτέρω αύξηση του ενεργειακού κόστους.
Από το 2016 και σταδιακά μέχρι το 2020 η ΔΕΗ θα πρέπει να αποσύρει ή να θέσει σε καθεστώς εφεδρείας εκτάκτων αναγκών 11 μονάδες συνολικής ισχύος 1.755 MW εκ των οποίων τα 507 MW είναι λιγνιτικά και προέρχονται από τις μονάδες Πτολεμαΐδα 2, 3, και 4 και τη μονάδα Λίπτολ. Ο ΑΔΜΗΕ εκτιμά ως πολύ πιθανή την απόσυρση το 2020 και των μονάδων Αμύνταιο 1 και 2 (273 MW εκάστη), καθώς και όλες τις μονάδες του ΑΗΣ Καριδάς (σύνολο 1.110 MW). Aυτό σημαίνει ότι το 2020 η εγκατεστημένη λιγνιτική ισχύς της ΔΕΗ από τα 4.930 MW σήμερα θα περιοριστεί έως και στα 2.767 MW. Στην περίπτωση που προχωρήσει η υλοποίηση της νέας λιγνιτικής μονάδας της Πτολεμαΐδας ισχύος 600 MW, η λιγνιτική παραγωγή θα ανέλθει στα 3.367 MW. Tην ίδια περίοδο, σύμφωνα με τη μελέτη επάρκειας ισχύος του συστήματος για την περίοδο 2013-2020 του ΑΔΜΗΕ η εγκατεστημένη ισχύς από ΑΠΕ θα φτάσει από τα 4.687 MW σήμερα στα 7.369 MW.
H υφιστάμενη κατάσταση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ όπως και των ορυχείων, αν δεν γίνουν οι αναγκαίες επενδύσεις εκσυγχρονισμού, θα οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση της λιγνιτικής παραγωγής. Η νέα διοίκηση της επιχείρησης έχει θέσει ως προτεραιότητα την ανασυγκρότηση του λιγνιτικού της δυναμικού και έχει ήδη εγκρίνει τις πρώτες επενδύσεις για συντήρηση εξοπλισμού που μένει αναξιοποίητος όπως και τις αναγκαίες προσλήψεις προσωπικού για τη λειτουργία τους. Χαρακτηριστική της απαξίωσης του λιγνιτικού δυναμικού της ΔΕΗ είναι η περίπτωση της Μονάδας Μελίτη στη Φλώρινα, που αποτελεί την πιο σύγχρονη και υψηλής απόδοσης μονάδα της ΔΕΗ. Ωστόσο, εμφανίζει συντελεστή απόδοσης μόλις 19%, καθώς ο σχεδιασμός για τη λειτουργία της προέβλεπε τροφοδοσία από το ορυχείο Κλειδί που δεν μπορεί να λειτουργήσει.
kathimerini.gr