Εδώ και χρόνια, μεμονωμένα λεοντόψαρα (Pterois miles), ένα ιδιαίτερα εισβολικό είδος με δηλητηριώδη αγκάθια, εμφανίστηκαν στα νερά της Μεσογείου. Σήμερα όμως επιστήμονες, ψαράδες και δύτες επιβεβαιώνουν ότι αναπαράγονται με ταχείς ρυθμούς και εγκαθίστανται σε ολόκληρη σχεδόν τη νοτιοανατολική ακτή της Κύπρου, από τη Λεμεσό μέχρι τον Πρωταρά.
«Η εισβολή έχει ξεκινήσει», είπε ο δρ Τζέισον Χολ-Σπένσερ, θαλάσσιος βιολόγος στο Πανεπιστήμιο του Πλίμουθ του Ηνωμένου Βασιλείου και εκ των συγγραφέων που ανακοίνωσαν τα κακά νέα. «Οι υπεύθυνοι των ψαροτόπων πρέπει άμεσα να σταματήσουν την εξάπλωση των λεοντόψαρων, πριν καταστρέψουν τη Μεσόγειο, όπως έκαναν με τα οικοσυστήματα του δυτικού Ατλαντικού ωκεανού, γύρω από τη Φλόριντα και την Καραϊβική».
Τα ευρήματα της έρευνας, με επικεφαλής τον διδακτορικό φοιτητή Δημήτρη Κλείτου από το Εργαστήριο Θαλάσσιων και Περιβαλλοντικών Ερευνών της Κύπρου, παρουσιάστηκαν την 1η Ιουλίου στο επιστημονικό περιοδικό Marine Biodiversity Records (της BioMed Central).
Τα λεοντόψαρα αποτελούν τεράστια απειλή. Ως ισχυροί ανταγωνιστές μπορούν να διαστείλουν το στομάχι τους έως και 30 φορές πάνω από τον φυσιολογικό τους όγκο. Τρέφονται με μεγάλη ποικιλία ψαριών και μαλακοστράκων, ενώ τα μεγαλύτερα απ’ αυτά τρέφονται αποκλειστικά με άλλα είδη ψαριών. Παρότι βραδυκίνητο είδος, το λεοντόψαρο εξαπλώνεται με ευκολία και κυριαρχεί στα θαλάσσια οικοσυστήματα εξαιτίας των αναπαραγωγικών του χαρακτηριστικών. Τα είδη αυτά ωριμάζουν νωρίς και τα θηλυκά απελευθερώνουν 10.000 με 30.000 αυγά κάθε τέσσερις ημέρες, καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, παράγοντας κάθε χρόνο περίπου δύο εκατομμύρια επιπλέοντα, ζελατινώδη αυγά. Αυτά τα αυγά μεταφέρονται από τα ωκεάνια ρεύματα και καλύπτουν μεγάλες αποστάσεις για περίπου ένα μήνα πριν τελικά εγκατασταθούν.
Στον δυτικό Ατλαντικό, το Pterois miles και ένα ακόμα διαφορετικό είδος λεοντόψαρου, το Pterois volitans, πρωτοεμφανίστηκαν στη Φλόριντα το 1985. Για αρκετά χρόνια, το Pterois miles παρέμεινε σε χαμηλά νούμερα, όμως οι πληθυσμοί του Pterois volitans εκτοξεύθηκαν. Μέχρι το 2004, το Pterois volitans είχε ήδη εμφανιστεί στις Μπαχάμες, σύμφωνα με τον Νίκολα Σμιθ, συντονιστή των πειραμάτων ενός πιλοτικού έργου για τον έλεγχο του λεοντόψαρου στις Μπαχάμες μεταξύ 2010-2013 και σήμερα διδακτορικό φοιτητή στο Πανεπιστήμιο Σάιμον Φρέιζερ του Καναδά. Αλλη έρευνα που δημοσιεύθηκε το 2012 από τη δρα Στέφανι Γκριν και τους συναδέλφους της, αποκάλυψε ότι το λεοντόψαρο είχε καταφέρει μόλις σε δύο χρόνια (μεταξύ 2008-2010) να μειώσει τους πληθυσμούς 40 ειδών φυτοφάγων ψαριών κατά 65%.
Τα λεοντόψαρα είναι τροπικά ψάρια. Τα Pterois volitans είναι γηγενή του δυτικού και κεντρικού Ειρηνικού ωκεανού και της δυτικής Αυστραλίας. Εισήχθησαν στα νερά της Φλόριντα είτε κατά λάθος είτε μετά την απελευθέρωσή τους από ιδιωτικά ενυδρεία και στη συνέχεια ήκμασαν. Σήμερα, αυτό το είδος έχει εξαπλωθεί μέχρι τα νερά της Νότιας Αμερικής, στις ακτές της Βραζιλίας και μέσα στον Κόλπο του Μεξικού.
Το Pterois miles από την άλλη είναι γηγενές του Ινδικού ωκεανού, και συναντάται από τη Νότια Αφρική μέχρι την Ερυθρά Θάλασσα και τον Περσικό Κόλπο. Ο Χολ-Σπένσερ λέει ότι τα είδη εισβάλλουν στη Μεσόγειο μέσω του πρόσφατα διαπλατυσμένου Καναλιού του Σουέζ και ότι τα νερά της Μεσογείου, που όλο και θερμαίνονται, επιτρέπουν στα λεοντόψαρα να ευδοκιμήσουν.
Από το 1991
Στη Μεσόγειο, μεμονωμένα λεοντόψαρα είχαν πρωτοκαταγραφεί το 1991 κοντά στις ακτές του Ισραήλ. Ακολούθησαν δύο δεκαετίες σιωπής και το 2012, δύο ακόμα εντοπίστηκαν ανοικτά των ακτών του Λιβάνου, ενώ το 2014 και το 2015 εθεάθησαν στην Τουρκία, την Κύπρο και τη Ρόδο. Σύμφωνα με την δρα Παρασκευή Καραχλέ, ερευνήτρια του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών, τα λεοντόψαρα έχουν κατευθυνθεί βόρεια προς το Αιγαίον Πέλαγος.
Εξαιτίας των δηλητηριωδών τους αγκαθιών, τα λεοντόψαρα έχουν πολύ λίγους φυσικούς θηρευτές, οπότε οι πληθυσμοί τους αυξάνονται γρήγορα. Στον δυτικό Ατλαντικό, γηγενείς σερανίδες (οικογένεια ψαριών στην οποία ανήκουν μεταξύ άλλων οι ροφοί και οι σφυρίδες) τρέφονται περιστασιακά με αυτά τα εισβολικά είδη. Οι ερευνητές στην Κύπρο προτείνουν στους υπεύθυνους των ψαροτόπων να εφαρμόσουν περιορισμούς στην αλιεία του ροφού, με σκοπό να βοηθήσουν στον περιορισμό των λεοντόψαρων στη Μεσόγειο. Ομως στην ουσία, σύμφωνα με τον Σμιθ, ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος να περιοριστούν οι πληθυσμοί των λεοντόψαρων είναι να αιχμαλωτιστούν και να βγουν από το νερό.
Τα εισβολικά είδη αποτελούν παγκοσμίως μια από τις μεγαλύτερες απειλές κατά της βιοποικιλότητας. Ιδιαίτερα η Μεσόγειος βρίσκεται σε μεγάλο κίνδυνο. Παρότι καλύπτει μόλις το 0,82% της έκτασης και απαρτίζει μόνο το 0,3% του όγκου των ωκεανών της Γης, αυτή η σχεδόν κλειστή θάλασσα περιέχει το 4-18% των γνωστών θαλάσσιων οργανισμών και είναι ένα hotspot βιοποικιλότητας με 17.000 είδη, σύμφωνα με έρευνα του 2010 της δρος Μάρτα Κολ και των συνεργατών της. Εάν στη Μεσόγειο τα λεοντόψαρα βγουν εκτός ελέγχου, θα μπορούσαν να αφανίσουν τον πλούσιο και ποικιλόμορφο θαλάσσιο χαρακτήρα που κάνει τη Μεσόγειο θάλασσα τόσο ξεχωριστή.
*Η D. Rachael Bishop είναι δημοσιογράφος με εξειδίκευση σε επιστημονικά θέματα.
Πηγή: kathimerini.gr