Με λένε Κωνσταντίνο Παπαγρηγορόπουλο και γεννήθηκα στην Ξάνθη πριν από 36 Δεκέμβρηδες.
Οι γονείς μου, αγρότης ο πατέρας μου και δασκάλα η μάνα μου, φρόντιζαν να έχω ό,τι χρειάζομαι για να είμαι χαρούμενος, πάντα με τα δικά τους κριτήρια. Ίσως για αυτό να έμαθα κι εγώ από μικρός να προσαρμόζω τη χαρά και τις ανάγκες μου με βάση το τι μου πρόσφεραν οι άλλοι.
Το μόνο που ένιωθα να μου λείπει ήταν ένα αδερφάκι, αλλά και για αυτό η μητέρα μου είχε έτοιμη την απάντηση.
-«Δε θέλουμε να σε παραμελήσουμε και να μοιράσουμε την αγάπη μας για σένα στα δύο», μου έλεγε κάθε φορά που της το ανέφερα. Στον πατέρα μου δεν προσπάθησα να το ζητήσω καν…
Στην πορεία κατάλαβα πως τα παραπάνω ήταν μια απλή δικαιολογία γιατί έβλεπα πως οι γονείς μου είχαν χάσει κάθε ουσιαστική επαφή μεταξύ τους. Δεν ξέρω βέβαια αν είχαν και ποτέ…
Από τα πρώτα μου χρόνια στο σχολείο, καθόμουν αδιαμαρτύρητα όπου με έβαζε ο δάσκαλος, διάβαζα επιμελώς τα μαθήματά μου και αντικειμενικά ήμουν ένα παιδί υπόδειγμα.
-«Κοίτα τον Κωνσταντίνο. Είδες τι καλό παιδί που είναι; Ακούει τη μαμά του και είναι και πρώτος στα μαθήματα», έλεγαν στους συμμαθητές μου οι δικές τους μαμάδες και η δική μου φούσκωνε από περηφάνια.
Δεν καταλάβαινε ούτε η ίδια ούτε κι εγώ, ότι στην προσπάθειά μου να είμαι «τέλειος» και να τα έχω καλά με όλους, καταπίεζα τις δικές μου ανάγκες και επιθυμίες• ώσπου ο ίδιος μου ο εαυτός έφτασε στο σημείο να αρχίσει να τις αποβάλλει ως περιττές.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά έφτασα στην Πέμπτη δημοτικού, όπου ένα περιστατικό έμελε να με σημαδέψει. Ο δάσκαλός μας, είχε χωρίσει την τάξη σε δύο ομάδες, τη λευκή και τη μαύρη. Θα έβαζε και στις δύο κάποιες ασκήσεις μαθηματικών και όποια ομάδα τις έλυνε πρώτη, θα κέρδιζε το βραβείο• μια ώρα έξτρα διάλειμμα…
Κι ενώ ο ίδιος τοποθέτησε τους συμμαθητές μου όπως έκρινε αυτός, εμένα με άφησε να επιλέξω μόνος μου. Τώρα που το σκέφτομαι καταλαβαίνω ότι προφανώς είχε διαγνώσει το «πρόβλημά» μου και ήθελε να με βοηθήσει. Δυστυχώς όμως η τακτική του έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα.
Μόλις με ρώτησε μπροστά σε όλους για το ποια ομάδα μου ταιριάζει, η οχλοβοή διεκδίκησής μου ήταν αδιανόητη. Βλέπετε ήμουν κι ο καλύτερος μαθητής στην τάξη, πανάθεμά με.
-«Στην άσπρη» ούρλιαζαν οι μεν. «Όχιιιιι. Στη μαύρη» ανταπαντούσαν οι υπόλοιποι.
Τότε εγώ -κι ενώ οι περισσότεροι φίλοι μου ήταν στη μαύρη ομάδα- αδυνατώντας να διαχειριστώ την όλη κατάσταση δήλωσα με απόλυτη φυσικότητα.
-«Στην γκρι».
Όλοι, μέχρι και ο δάσκαλος, ξέσπασαν σε γέλια. Όλοι, εκτός από εμένα. Από τότε μου έμεινε το παρατσούκλι: «Ο γκρι». Όσο μεγαλώναμε βέβαια ακολούθησαν και άλλες παραφράσεις. Για παράδειγμα στο Γυμνάσιο, όταν διδαχτήκαμε για τον Ηράκλειτο κυκλοφορούσα με το προσωνύμιο: «Τα πάντα γκρι». Η ουσία όμως παρέμενε η ίδια και ο τίτλος όπως και η ιδιότητα με κυνηγάνε παντού μέχρι και σήμερα.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά πέρασαν κοντά 25 χρόνια. 25 χρόνια αντικειμενικά «άριστος» με ότι καταπιάνομαι, αλλά χωρίς να καταφέρω ποτέ να διεκδικώ, να μάχομαι, να παθιάζομαι. 25 χρόνια γκρι. Κι ενώ όσοι με γνώριζαν, με εκτιμούσαν και ίσως ορισμένοι με ζήλευαν, εγώ δεν κατάφερα ποτέ να με εκτιμήσω. Κάθε «μπράβο» που μου έλεγαν, ένιωθα ότι ήταν ένα ακόμη χαρτάκι κολλημένο στην πλάτη μου που έγραφε: «Προσοχή! Μονόχνοτος»…
Τελειώνοντας τις σπουδές μου στην ιατρική Θεσσαλονίκης -ναι, τα κατάφερα να περάσω κι εκεί- πραγματοποίησα ένα ακόμη μεγάλο όνειρο. Όχι βέβαια δικό μου• τον γονιών μου. Ακόμη θυμάμαι τη μητέρα μου να κλαίει ακατάπαυστα σε όλη την ορκωμοσία, ενώ εγώ περίμενα να τελειώσει γιατί είχα πιαστεί από την ορθοστασία.
Συνέχισα κάνοντας την πρακτική μου στο Ιπποκράτειο και ακολούθως, μετά από αναμονές και στρατιωτικό, είχα δύο επιλογές. Είτε να ψαχτώ για ειδικότητα στην Ελλάδα, είτε να φύγω στο εξωτερικό. Κι ενώ την Ελλάδα δεν ήθελα να την αποχωριστώ κατάφερα για ακόμη μία φορά και ενστερνίστηκα τη γνώμη κάποιου τρίτου• του πατέρα μου.
-«Να πας στην Αμερική που είναι κι ο θείος σου. Θα σε βοηθήσει και θα έχεις καλύτερες προοπτικές εκεί. Άσε που δε θα πάνε χαμένα και τόσα πτυχία σου στις ξένες γλώσσες», μου είπε με το γνώριμο ύφος του που δε χωρούσε αμφιβολία κι εγώ συμφώνησα. Όχι από φόβο• από συνήθεια…
Τις επόμενες ημέρες μπήκα στη γνώριμη για μένα διαδικασία να προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου ότι έκανα την καλύτερη επιλογή.
-«Η Ελλάδα δεν έχει μέλλον. Τόσοι και τόσοι μεταναστεύουν, κάτι θα ξέρουν. Η οικονομική κρίση αργά ή γρήγορα θα μας αποτελειώσει», σκεφτόμουν και τελικά αποδέχτηκα ότι η φυγή μου στο εξωτερικό ήταν η καλύτερη επιλογή, ασχέτως που ποτέ μέχρι τότε δεν είχα νιώσει να επηρεάζομαι από την κρίση. Απλά όλοι γύρω μου αναφέρονταν συνεχώς σε αυτή κι εγώ εννοείται πως δεν μπορούσα να μην την υιοθετήσω και για μένα…
Εκτός όμως από τα κούφια επιχειρήματα απλά για να χρυσώσω το χάπι, ήλπιζα ότι μια τέτοια, ολοκληρωτική για τα δικά μου δεδομένα αλλαγή, ίσως είχε θετικό αντίκτυπο και στη συμπεριφορά μου. Ίσως έβρισκα αυτό που μου έλειπε καταφέρνοντας να αποκτήσω επιτέλους τις ολόδικές μου ανάγκες και επιθυμίες, χωρίς τα δεκανίκια αλλωνών. Ίσως έπαυα επιτέλους να είμαι ο γκρι. Και ναι• θα το κατάφερνα σε μια ξένη χώρα, όπου δε θα ήξερα κανέναν…
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, μια Τετάρτη απόγευμα, βρέθηκα να πετάω για Σικάγο κουβαλώντας δυο τεράστιες βαλίτσες. Στο αεροδρόμιο με περίμενε ο θείος μου, ο οποίος με πήγε κατευθείαν στο νοσοκομείο που είχα επιλεγεί για να κάνω την ειδικότητά μου.
-«Δεν είναι ανάγκη να πάμε σήμερα θείε», του είπα με νυσταγμένο ύφος, απόκτημα 20 ωρών πτήσεων και αναμονών. «Μέχρι αύριο το μεσημέρι είναι η προθεσμία να παρουσιαστώ».
-«Τι λες; Πρέπει να δείξεις πως είσαι συνεπής. Πιο συνεπής από όσο σου ζητάνε», μου είπε ορθά κοφτά σαν να άκουγα τον αδερφό του• τον πατέρα μου. Εννοείται πως συμφώνησα…
Η πρώτη μέρα στη δουλειά έγινε βδομάδα και η βδομάδα μήνας. Όλα στο νοσοκομείο λειτουργούσαν ρολόι• αμερικάνικη οργάνωση, που καυχιόταν κι ο θείος. Ο διοικητής και οι συνάδελφοί μου ήταν παραπάνω από ευχαριστημένοι μαζί μου• αναμενόμενο άλλωστε. Εγώ όμως, όχι απλά δεν έβλεπα κάποια βελτίωση με την περίπτωσή μου, αλλά όσο πήγαινα κλεινόμουν όλο και περισσότερο στον εαυτό μου και μετά τσακωνόμουν μαζί του• πολλές φορές τόσο άγρια που αν μπορούσα, θα του ζητούσα να κοιμόμαστε χώρια. Αφού ήμουν πλέον πεπεισμένος ότι η λέξη «γκρινιάρης» είχε φτιαχτεί αποκλειστικά για μένα• η πρώτη της συλλαβή άλλωστε το αποδείκνυε αδιαμφισβήτητα…
Τουλάχιστον στην Ελλάδα έβγαινα μια βόλτα στον ήλιο, πήγαινα ένα σινεμά, έπινα ένα κρασάκι με φίλους στην ταβέρνα• εκεί, τίποτα. Και πιστέψτε με, σαν γιατρός σας το λέω, πως δεν υπάρχει καλύτερη ψυχοθεραπεία από αυτή…
Κι ενώ το έβλεπα πως η κατάστασή μου χειροτέρευε, δεν μπορούσα να δυναμώσω σε τέτοιο βαθμό την επιθυμία μου να επιστρέψω στην Ελλάδα, ώστε να την κάνω πράξη. Άσε που θα στεναχωρούσα και τους υπόλοιπους, γονείς, θείους, συναδέλφους, και δεν το ήθελα.
Συνέχισα να πηγαίνω μηχανικά στη δουλειά μου για δύο μήνες ακόμη, ώσπου ένα πρωί ένιωσα ότι η μοίρα, μου έστειλε το σημάδι που τόσο καιρό έψαχνα.
Κατά την καθιερωμένη επίσκεψή μου στο γραφείο του διοικητή για να παραλάβω το εβδομαδιαίο πρόγραμμα, αυτός μου το παρέδωσε χαμογελώντας, λέγοντάς μου:
-«Το όνομά σου είναι μαρτύριο για τον υπεύθυνο υπηρεσιών. Άσε που δε χωράει καλά καλά και στα πλαίσια. Και μιας και δεν υπάρχει άλλος Έλληνας γιατρός στη μονάδα μας και όλοι μας είμαστε εντυπωσιασμένοι από τη δουλειά σου, αντί για το όνομά σου και για να σε τιμήσουμε θα αναγράφουμε τη χώρα σου. Δεν πιστεύω να έχεις καμία αντίρρηση;»
Κοίταξα απορημένος από τη μία τον διοικητή και από την άλλη το πρόγραμμα και τότε το σημάδι εμφανίστηκε ακαριαία μπροστά στα μάτια μου:
«Name: Greece».
-Όνομα: «Γκρι-ς», σκέφτηκα και άρχισα να γελάω δυνατά.
Ίσως ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, ίσως το κερασάκι στην τούρτα ή πιο απλά η αφορμή που τόσο καιρό έψαχνα. Κατάλαβα όμως αμέσως πως δε γίνεται να αλλάξω, μεταβάλλοντας μόνο εξωγενείς παράγοντες, χωρίς να αλλάξω πρώτα εγώ ο ίδιος. Κατάλαβα πως για ακόμη μία φορά πήγα να με κοροϊδέψω με φτηνά κόλπα αλλά όσο και να το προσπάθησα ξαναγύρισα εκεί από όπου άρχισα…
Ο διοικητής με κοιτούσε απορημένος κι έτσι όπως ήμουν ντυμένος στα πράσινα, θα νόμιζε ότι βλέπει εξωγήινο. Με ρώτησε αν με πείραξε αυτό που έκαναν κι εγώ γελώντας τον διαβεβαίωσα πως όχι απλά δεν παρεξηγήθηκα αλλά πως με έναν μαγικό τρόπο, με βοήθησαν να ξεκαθαρίσω τα πράγματα μέσα μου.
Την επομένη μέρα κιόλας δήλωσα παραίτηση με συνοπτικές διαδικασίες μπροστά στα έκπληκτα μάτια από τη μια του διοικητή και από την άλλη όσων συναδέλφων πρόλαβαν να με δουν πριν εξαφανιστώ. Κάτι μου έλεγαν αλλά από τη χαρά μου δεν ήμουν σε θέση να τους καταλάβω. Που να τους εξηγήσω ότι μετά από τόσα χρόνια, κατάφερα επιτέλους να δω μονάχος μου έναν δρόμο να απλώνεται πεντακάθαρα μπροστά μου. Έτσι όπως με κοιτούσαν πρέπει να θεώρησαν είτε πως τα είχα χάσει εντελώς είτε πως κέρδισα το τζόκερ. Τελικά η Αμερική μου έκανε όντως καλό, αλλά με τελείως διαφορετικό τρόπο από αυτόν που περίμενα…
Πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωθα πως ποθώ κάτι τόσο πολύ. Και αυτό το κάτι δεν ήταν η ελληνική χαλαρότητα και η καλοπέραση. Ούτως ή άλλως πολύ αμφιβάλλω αν αυτά εξακολουθούν να υπάρχουν. Ήταν η ζωή που είχα και έχασα. Η ζωή που δεν είχα εκτιμήσει και δεν της είχα χαρίσει το πάθος και την ένταση που της άξιζε.
Υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι άλλη φορά δε θα είμαι ο τέλειος απλά για τους άλλους και δε θα ξαναχάσω χρόνο περιμένοντας τη μοίρα να μου στείλει σημάδια. Θα τα δημιουργώ μόνος μου…
Επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη και σκοπεύω να ανοίξω έναν μικρό ξενώνα στην παλιά πόλη. Να έχω επαφή με κόσμο -υγιή αυτή τη φορά- και να αξιοποιήσω και τα πτυχία μου στις ξένες γλώσσες, που λέει και ο πατέρας μου. Τώρα που τον ανέφερα, οφείλω να σας ομολογήσω ότι τόσο αυτός όσο και η μητέρα μου έφτασαν στα όρια του εγκεφαλικού με την απόφασή μου. Ευτυχώς όμως αποφάσισαν να στηρίξουν την επιλογή μου, τόσο ηθικά όσο και οικονομικά. Πρέπει να έμειναν κι αυτοί ανήμποροι να αντιδράσουν μπροστά στην ολοκληρωτική μου μεταμόρφωση…
Παράλληλα, κάνω δίχως δεύτερη σκέψη όλα όσα μου αρέσουν. Και τώρα που τα ιεραρχώ μόνος μου και μπορώ να τα αντιλαμβάνομαι είναι τόσα πολλά… Λες και άνοιξα μια στρόφιγγα και ξεχύθηκαν με μιας όλα μου τα θέλω στο πάτωμα.
Ένα από αυτά είναι το να γράφω• ποιήματα, άρθρα, μέχρι και διηγήματα. Εξού και τα παρόν. Περιμένω επίσης άμεσα να συμμετάσχω και σε μια αποστολή των γιατρών χωρίς σύνορα. Σίγουρα θα είναι μια πρωτόγνωρη εμπειρία. Δεν περίμενα να γίνω δεκτός λόγω του ότι παρέμεινα ανειδίκευτος γιατρός, αλλά είπαμε• είμαι «άριστος»… Επιπλέον, θα είμαι σε θέση να δικαιολογήσω τόσο στον εαυτό μου όσο και στους δικούς μου ότι δεν πήγαν χαμένα όλα αυτά τα χρόνια, ο κόπος, τα διαβάσματα και τα έξοδα.
Επιτέλους ήρθε ο κολλητός μου να με πάρει για καφέ. Σας αφήνω γιατί αρκετά σας κούρασα με τις φλυαρίες μου. Σας διαβεβαιώνω όμως πως μέχρι και την καφετέρια που θα καθίσουμε, θα τη διαλέξω εγώ.
-«Νίκο. Που ήσουν; Άργησες ρε φίλε»…