#Fullmoon

Βιαστικός με το σακίδιο πλάτης για τον υπολογιστή στον ώμο και μιλώντας στο κινητό κατευθύνεται προς το αυτοκίνητο του. Ρίχνει μια γρήγορη ματιά στο τζάμι του αυτοκινήτου του για να τσεκάρει τα μαλλιά και τα περιποιημένα μούσια του- συνήθεια του παρελθόντος, τότε που είχε λίγες ανασφάλειες. Τώρα δεν έχει. Τώρα είναι πετυχημένος επιχειρηματίας, άξιος διάδοχος του πατέρα του, με οικογένεια δική του, όμορφη γυναίκα και δύο γιούς, ακριβό αυτοκίνητο και χλιδάτο σπίτι. – Μπαίνει στη θέση του οδηγού και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα που τελείωσε η μέρα του βάζει μπρός. Στο καντράν  καθρεφτίζεται κάτι… κοιτάζει τον ουρανό και για ένα δευτερόλεπτο μαγνητίζεται από την πανσέληνο, το δεύτερο δευτερόλεπτο τη φέρνει στο νου του, το τρίτο προσπαθεί να την διώξει. «Αυγουστιάτικη πανσέληνος και μπούρδες» μονολογεί «Όλα είναι θέμα marketing». Προσπαθεί να αυθυποβληθεί από αυτή τη φωναχτή του σκέψη για να αποτοξινωθεί από τη σκέψη της. Δεν τα καταφέρνει. Ξανακοιτάζει το φεγγάρι. Την ξανασκέφτεται. Μειώνει ταχύτητα κλείνει το κλιματιστικό και ανοίγει τα παράθυρα. Δεν έχει ανάγκη την κίβδηλη δροσιά του. Θέλει να πάρει ανάσα. Να καθαρίσει το νου του. Πόσο παράφορα την αγάπησε; Πόσο αδιάφορα ζουν; Πως την κατάπιε η καθημερινότητα, οι ευθύνες; Η μητρότητα; Το άγχος; Μάλλον όλα. Είναι περασμένες 10:00. Σταματάει στο περίπτερο να αγοράσει δύο μπύρες. Είναι σίγουρος ότι μόλις επιστρέψει θα κοιμούνται όλοι. Δεν αμφιβάλει ότι θα τα έχει όλα σε τάξη στην ώρα τους. Τα πάντα σε στρατιωτικό πρόγραμμα και εκείνη να κοιμάται τακτοποιημένα στη μεριά της –ακόμα και ο ύπνος της άλλαξε έγινε τακτοποιημένος- μπαίνει στο σπίτι που καίει μόνο η επιδαπέδια λάμπα- εμμονή της να μην κλείνει ποτέ-. Ησυχία παντού. Δεν κάνει τον κόπο να δει αν κοιμούνται τα παιδιά και εκείνη. Πηγαίνει στο μεγάλο μπαλκόνι του σπιτιού και στα σκοτεινά ανοίγει την πρώτη μπύρα κοιτάζοντας την πανσέληνο που δεν απέχει ούτε μια μοίρα από το άμεσο οπτικό του πεδίο σαν να θέλει να του κάνει παρέα. Θυμάται τόσα καλοκαίρια έβλεπαν μαζί την αυγουστιάτικη πανσέληνο, πόσο ρομαντική ήταν – που τον έκρυψε τόσο ρομαντισμό;- σκέφτηκε την δουλειά, τα παιδιά, πάντα όμως στο βάθος των σκέψεων του ήταν εκείνη που ήταν άλλη πια… Κοίταξε το κινητό του και χάζεψε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για λίγο. Όλοι μιλούσαν για το φεγγάρι και φωτογραφίζονταν στο φόντο του. Βαρέθηκε. Είχε πάει 11:00. Μπαίνοντας από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας την είδε να μπαίνει από την μπαλκονόπορτα με ένα άδειο ποτήρι κρασί. Τόση ώρα ήταν εκεί στην άλλη μεριά του σπιτιού μόνη της. Τον κοίταξε βουρκωμένη, του χαμογέλασε παραιτημένα και του είπε «Θα ήταν όμορφα να πίναμε μαζί απόψε ένα κρασάκι. Έχει και πανσέληνο σήμερα». Χωρίς να περιμένει την απάντηση του έσκυψε το κεφάλι και πήγε στο κρεβάτι, ξάπλωσε στη μεριά της, διάβασε δέκα αράδες από το ρομάντζο της χωρίς να απομνημονεύσει λέξη, έσβησε το φως, έκλεισε τα μάτια που δεν σταμάτησαν να τρέχουν δάκρυα και προσποιήθηκε πως κοιμάται. Δάκρυα για τα περασμένα; Για το σήμερα και το αύριο; Ή μήπως για την αυγουστιάτικη πανσέληνο;

Αναγνώστρια

Leave a Reply

Your email address will not be published.