«Επί ξύλου κρεμάμενοι» βρίσκονται οι Έλληνες σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου και αν βρίσκονται. Είναι αναγκασμένοι να απολογούνται για την ελληνική κρίση, τις αστοχίες των προηγούμενων κυβερνήσεων αλλά και τις… αξιώσεις της σημερινής κυβέρνησης που κάποιοι τις θεωρούν… παράλογες.
Η Ματίνα Στεβή ζει στην Αφρική τους τελευταίους μήνες. Είναι ανταποκρίτρια της Wall Street Journal με έδρα το Ναϊρόμπι. Έγραψε ένα άρθρο-άποψη για το πώς βιώνει την ελληνική κρίση αρκετές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι της και τι απαντά σε εκείνους που λένε «καλά να πάθουν οι Έλληνες».
«”Από ποια περιοχή των ΗΠΑ είσαι;”, ρώτησε ο Κενυάτης τραπεζίτης στο πρόσφατο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ για την Αφρική, στο Κέιπ Τάουν. ”Δεν είμαι από τις ΗΠΑ, απλά έμαθα αγγλικά από Αμερικανούς», απάντησα”.
Ξέρω ότι η φυσιολογική απάντηση θα ήταν ”Δεν είμαι από τις ΗΠΑ, είμαι Ελληνίδα”. Αλλά αυτή δεν είναι μία φυσιολογική εποχή για να είσαι Ελληνας.
Δεν είμαι σίγουρη αν ήταν η επιθυμία μου να μην μιλήσω για την οικονομική και κοινωνική διάλυση με ένα ακόμη πρόσωπο που έχει μία ακόμη άποψη, ή το ότι να μιλάω με την Ελλάδα με αποσπά από την προσπάθειά μου να φτιάξω μία νέα ζωή στην Αφρική, μακριά από την Ευρώπη και τα δεινά της.
Οταν ζεις στο εξωτερικό και η χώρα σου είναι στην επικαιρότητα σε τέτοια έκταση, δύο πράγματα συμβαίνουν: γίνεται μόνιμο αντικείμενο συζήτησης και εσύ γίνεσαι ένας de facto πρεσβευτής, υπερασπιστής, ειδικός και απολογούμενος.
Τις προάλλες, ένας φίλος μου ζήτησε να τον ενημερώσω για το τι συμβαίνει στην Ελλάδα. Ημουν πολύ κουρασμένη ακόμη και για να προσποιηθώ ότι συμμετέχω. Απλά είπα: ”Δεν θέλω να το συζητήσω”. Κάτι που, ομολογουμένως, ήταν αγενές.
Μετά, ένας άλλος φίλος άρχισε τα αστεία για το πώς οι Ελληνες πληρώνουν φόρους και είναι τεμπέληδες. Ξέσπασα. Γιατί μετά από πέντε χρόνια που σου λένε ότι είσαι τεμπέλα και δεν πληρώνεις φόρους (δεν είσαι και πληρώνεις), γίνεται λίγο ενοχλητικό.
Πέντε χρόνια να μου λένε ότι αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα είναι αυτό που αξίζουν οι Ελληνες. (Τι κρίμα που δεν μπορείτε πλέον να οδηγείτε τις Porsche Cayenne σας πια). Οταν οι γονείς σου έχουν χάσει τις συντάξεις τους, όπως και οι φίλοι, όταν άνθρωποι που ήξερες έχουν αυτοκτονήσει και άλλοι είδαν τις επιχειρήσεις τους να καταρρέουν και πάντα δούλευαν και πάντα πλήρωναν φόρους και κανείς από εμάς δεν είχε Porsche, τότε δεν είναι πλέον αστείο.
Να το ξεκαθαρίσω: δεν έχει σχέση με την πολιτική
Πρόσφατα, δύο μη Ελληνες συνάδελφοι που τους σέβομαι παραληρούσαν για τη σημερινή ελληνική κυβέρνηση. Πώς δείχνει στην υπόλοιπη Ευρώπη και στο ΔΝΤ τι είναι τι, ότι πρόκειται για το θρίαμβο του αδύναμου. Εφυγα και από αυτή τη συζήτηση γιατί τα ρίσκα που έχει πάρει η Αθήνα είναι ανεξιχνίαστα για εμένα και δεν είμαι σίγουρη ότι πρέπει να δοξάζονται με μπύρες στο Ναϊρόμπι.
Ειδικά όχι από ανθρώπους που δεν εμπλέκονται προσωπικά. Εγώ εμπλέκομαι.
Αυτό που είναι χειρότερο από τα αστεία, ανόητες απόψεις και τον άστοχο θαυμασμό, είναι το βαθύ αίσθημα ανικανότητας μέσα σου. Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορείς εσύ, ένας πολίτης μακριά από την πατρίδα, να κάνεις για όλα αυτά.
Πριν από μερικούς μήνες έκανα ένα σχόλιο στη σελίδα ενός Ελληνα διανοούμενου, που τον σέβομαι αλλά σπάνια συμφωνώ μαζί του, σε μία παρατήρηση που είχε κάνει για την εγχώρια πολιτική. Μου απάντησε: «Δεν δέχομαι τέτοια σχόλια από επισκέπτες στη χώρα». Με συνέτριψε. Δεν είμαι επισκέπτης. Δεν έχω βρεθεί στην πατρίδα μου για 10 μήνες, αλλά το μυαλό και η ψυχή μου είναι εκεί κάθε ημέρα. Κάλυπτα αυτό το χάλι ως ρεπόρτερ μέχρι πριν από έξι μήνες.
Αλλά οι συμπατριώτες σου, κάποιοι πιο ευγενικά από άλλους, σε θεωρούν ξένο, όπως και οι φίλοι σου πίσω που δεν καταλαβαίνουν γιατί έχεις τέτοια εμμονή με το τι συμβαίνει. Και αυτό ενισχύει το αίσθημα της ανικανότητας και της απομόνωσης.
«Η ζωή μακριά από συγγενείς και φίλους είναι δύσκολη. Οταν η χώρα σου φαίνεται να καταρρέει, ακόμη περισσότερο», μου έγραψε η Νίκη Τριανταφύλλου, Ελληνίδα συνάδελφος, όταν τη ρώτησα πώς αισθάνεται που παρακολουθεί την κρίση από μακριά. Μετακόμισε στη Μοζαμβίκη πριν από 20 χρόνια για να ανοίξει μία επιχείρηση.
Το διαδίκτυο γίνεται φίλος σου και εχθρός σου. Σε μία προσπάθεια να συγκεντρωθώ στη νέα μου δουλειά, σταμάτησα να ακολουθώ δεκάδες ελληνικούς λογαριασμούς στο Twitter. Προσπαθώ να αποφύγω τις ειδήσεις, αλλά δεν είναι εύκολο.
«Υποθέτω ότι αν αυτό είχε γίνει πριν από 30 χρόνια, χωρίς διαδίκτυο και διεθνείς ειδήσεις, πιθανότατα θα ήμουν λιγότερο αγχωμένη», μου είπε η Νίκη.
Και εκείνη τη στιγμή ένα έκτακτο νέο ”σκάει” στην οθόνη μου. «Το ΔΝΤ σταματά τις συζητήσεις με την Ελλάδα ελλείψει προόδου». Αυτό ήταν; Αλλο ένα βήμα προς τη χρεοκοπία, προς την εξαφάνιση των πενιχρών αποταμιεύσεων των γονιών μου, προς την απώλεια της περιουσίας της θείας μου για τη χημειοθεραπεία της, στο να χάσουν οι φίλοι μου τη δουλειά τους από τη μία ημέρα στην άλλη;
Είμαστε στην Αφρική, η Ελλάδα δεν είναι σε πόλεμο
Ο σύντροφός μου μού λέει:
«Είμαστε στην Αφρική. Κοίτα τα προβλήματα γύρω σου. Η χώρα σου δεν είναι σε πόλεμο. Η οικογένειά σου δεν πεθαίνει από την πείνα».
Η Αμερικανίδα φωτογράφος, με έδρα το Ναϊρόμπι, Τζένιφερ Χούξτα, ζούσε στο Παρίσι στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001.
«Τις επόμενες ημέρες και εβδομάδες θυμάμαι να νιώθω μία έντονη ανάγκη να παραιτηθώ από τη δουλειά μου και να πάω στη Νέα Υόρκη. Να κάνω το παραμικρό που μπορούσα. Ημουν τόσο άφραγκη που δεν μπορούσα να πληρώσω τα εισιτήρια της πτήσης», μου έγραψε. «Είχα χάσει τη συλλογική εμπειρία και την ενότητα των πρώτων ημερών μετά από τις επιθέσεις. Διάβαζα για αυθόρμητες προσπάθειες βοήθειας… Αυτές οι ιστορίες τροφοδότησαν την ανάγκη μου να είμαι εκεί», λέει.
Και εκείνη ένιωσε αυτό το αίσθημα της ανικανότητας, του να είσαι ξένος. «Με αναστάτωσε και ένιωθα πιο αποξενωμένη από τη χώρα μου. Και ανησυχούσα ολοένα περισσότερο για τη σκληρή αντίδραση για τις όποιες φωνές αντίθετης άποψης ή ακόμη και αμφισβήτησης, ενώ οδηγούμασταν στις πρώτες αεροπορικές επιθέσεις στο Αφγανιστάν».
Ο Μοχάμεντ Σίμο, αντικείμενο σε ένα από τα θέματά μου για την Wall Street Journal σχετικά με τους πρόσφυγες, ζούσε και σπούδαζε στη Μαλαισία όταν οι βόμβες του καθεστώτος Ασαντ ισοπέδωσαν το σπίτι του στο Χαλέπι της Συρίας. Αναγκάστηκε να περάσει παράνομα στην Ελλάδα, όταν επτά χώρες απέρριψαν την αίτησή του για βίζα για ανθρωπιστική προστασία. Τον συνάντησα σε ένα κελί σε ελληνικό νησί, το χειμώνα.
«Ακόμη κι αν πεθάνω σε αυτό το δρόμο με την Ευρώπη, δεν θα με ένοιαζε γιατί έχασα τα πάντα: τη χώρα μου, το μέλλον μου, τους δικούς μου», μου έγραψε. Τώρα ζει και εργάζεται στη Σουηδία. Με τα σχόλια του συντρόφου μου κατά νου, διαβάζω τα μηνύματα της Τζένιφερ και του Μοχάμεντ ξανά και ξανά.
Μπορώ να συγκρίνω την ελληνική χρηματοπιστωτική κατάρρευση με τις ανθρωπιστικές επιπτώσεις από μία μαζική τρομοκρατική επίθεση ή έναν από τους πιο άγριους εμφύλιους πολέμους που έχει δει ο κόσμος; Οχι. Αλλά η σύγκριση ανθρώπινων τραγωδιών είναι μία άθλια άσκηση που καλύτερα να αφεθεί στα μέλη των ρητορικών κοινοτήτων.
Τελικά, καμία από τις χειρότερες καταστροφές του κόσμου, κανένα από τα μεγαλύτερα ή μικρότερα προβλήματα δεν πρόκειται να σε κάνουν να νιώσεις καλύτερα για τα προβλήματα της πατρίδας σου. Δεν λειτουργεί έτσι».
kontranews.gr