«Κανένας άνθρωπος δεν είναι νησί, ακέριος μοναχός του.
Κάθε άνθρωπος είναι ένα κομμάτι ηπείρου, ένα μέρος στεριάς.
Αν η θάλασσα ξεπλύνει ένα σβόλο χώμα, η Ευρώπη γίνεται μικρότερη.
Όπως κι αν ξεπλύνει ένα ακρωτήρι ή ένα σπίτι φίλων σου ή δικό σου.
Κάθε ανθρώπου ο θάνατος λιγοστεύει εμένα τον ίδιο, γιατί είμαι ένα με την Ανθρωπότητα.
Κι έτσι ποτέ σου μη στέλνεις να ρωτήσεις για ποιον χτυπά η καμπάνα. Χτυπάει για σένα».
Τζον Νταν (1624)
ΟΦΕΙΛΟΥΜΕ στον Έρνεστ Χέμινγουεϊ, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι έκανε διάσημο αυτό το απόσπασμα από έργο του Άγγλου ποιητή και ιερωμένου Τζον Νταν, τοποθετώντας το στην αρχή του βιβλίου του «Για ποιον χτυπάει η καμπάνα». Το οποίο βιβλίο, αν και αναφέρεται στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο και κυκλοφόρησε μετά το τέλος του, άσκησε βαθύτατη επίδραση στην αμερικανική κοινή γνώμη, ιδιαίτερα στην πνευματική της ελίτ, που φλέρταρε με την ιδέα να τηρήσει απόλυτη ουδετερότητα απέναντι στη ναζιστική λαίλαπα στην Ευρώπη.
ΩΣ ΠΡΟΣ ΑΥΤΟ η ιστορία πάλι επαναλαμβάνεται. Κι είμαστε, μάλιστα, στη φάση που επαναλαμβάνεται όχι ως φάρσα, αλλά ως τραγωδία. Ό,τι συμβαίνει εδώ και σχεδόν τρεις μήνες στη Βόρεια Αφρική και στη Μέση Ανατολή, ό,τι συγκλονίζει τις αραβικές κοινωνίες, με κορυφαία στιγμή την εξέγερση στη Λιβύη και τη στυγνή αντίδραση του καθεστώτος, το αντιλαμβανόμαστε ως κεραυνό εν αιθρία. Κι εμείς, οι κοινοί θνητοί, είναι πιθανότατα λογικό να το αντιλαμβανόμαστε έτσι. Αλλά δεν δικαιούνται να δηλώνουν έκπληκτοι οι πολιτικοί ηγέτες ή οι χρυσοκάνθαροι των αγορών, οι οποίοι εδώ και μια δεκαετία ζουν τους μήνες και τα χρόνια του μέλιτος με το καθεστώς Καντάφι, επισφραγίζοντας με συμβόλαια πολλών δισεκατομμυρίων την προσέγγισή του. Το κωμικοτραγικό είναι ότι οι ηγεσίες της Δύσης επέλεξαν να αποκαταστήσουν πλήρως τις σχέσεις τους με τα αυταρχικά αραβικά καθεστώτα που για χρόνια περιελάμβαναν στις «μαύρες λίστες» τους, ακριβώς τη στιγμή που αυτά έχαναν και τα τελευταία ίχνη λαϊκών ερεισμάτων. Τι πιο συμβολικό, άλλωστε, από το γεγονός ότι ο «γραφικός» Καντάφι, του οποίου τα εκτός διπλωματικού πρωτοκόλλου βίτσια τηρούσαν με ευλάβεια οι Ευρωπαίοι και Αμερικανοί συνεταίροι του (τσαντίρια στημένα στις αυλές προεδρικών μεγάρων, χαρέμια από νεαρές ένοπλες φρουρούς…), με γαλλικά μαχητικά βομβαρδίζει τους Λίβυους αντιπάλους του.
ΑΛΛΑ, για να επιστρέψουμε στον Τζον Νταν και το υπαρξιακό ερώτημα «για ποιον χτυπάει η καμπάνα», ίσως πρέπει να αναρωτηθούμε πόσο μας ελαττώνουν εδώ -στην Αθήνα, στο Βερολίνο, στο Παρίσι, στη Νέα Υόρκη- οι θάνατοι στην Πράσινη Πλατεία της Τρίπολης και σε όλες τις πόλεις της Λιβύης, και του Μπαχρέιν, και της Τυνησίας. Πόσο μικραίνει την Ευρώπη, και την Αμερική ή την Ασία, το μακελειό σε βάρος των κοινωνιών που διψάνε για ψωμί κι ελευθερία, είδη σε ανεπάρκεια (έστω και σε διαφορετικές ποσοστώσεις) και στην Ανατολή αλλά και στη Δύση. Αν αντιληφθούμε τις εξελίξεις εδώ κι εκεί σαν τυχαία, παράλληλα περιστατικά, δεν πρόκειται ποτέ να αισθανθούμε αυτή τη βαθύτερη ώσμωση που φέρνουν στα απορημένα, αμήχανα, έκπληκτα μέλη της ανθρωπότητας ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός και οι επικίνδυνοι σπασμοί του.
ΕΧΕΙ, ΛΟΙΠΟΝ, σημασία να θυμίσουμε την ακολουθία των γεγονότων που καταλήγουν στην έκρηξη των αραβικών κοινωνιών, έστω κι αν αυτά αποτελούν απλές αφορμές, σταγόνες που ξεχειλίζουν τα ποτήρια. Και την άκρη του νήματος πρέπει να την αναζητήσουμε στις ΗΠΑ, κάπου την άνοιξη του 2007, όταν η κατάρρευση της αγοράς ακινήτων κλονίζει την ψευδαίσθηση οικονομικής ευημερίας. Χιλιάδες ανυποψίαστοι Αμερικανοί προειδοποιούνται με κατάσχεση των ενυπόθηκων ακινήτων τους, τα δανειακά χαρτοφυλάκια των τραπεζών γεμίζουν επισφαλή δάνεια και υποτιμημένα ακίνητα, στεγαστικές και εμπορικές τράπεζες καταρρέουν, ενώ άλλες, επενδυτικές, θησαυρίζουν γιατί στοιχημάτισαν εύστοχα στην κατάρρευση. Τα τοξικά τραπεζικά ομόλογα που καλύπτουν τα επισφαλή τραπεζικά δάνεια των Αμερικανών έχουν πουληθεί σ’ όλο τον κόσμο. Κι ενώ η αμερικανική ηγεσία σπεύδει να σώσει με πακτωλούς κρατικού χρήματος τις τράπεζες, οι ευρωπαϊκές ηγεσίες, ζαλισμένες, ανακαλύπτουν ότι και οι δικές τους «καθωσπρέπει» τράπεζες έχουν γεμίσει τα χαρτοφυλάκιά τους με αμερικανικά τοξικά ομόλογα που «σκάνε» με κρότο. Και φυσικά, σπεύδουν να τις διασώσουν, πάντα με χρήμα των φορολογουμένων που εκτοξεύει το κρατικό χρέος σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. Η ηθικολογική φλυαρία για τα άπληστα golden boys των τραπεζών στην αρχή και η «αποκάλυψη» της ελληνικής κρίσης λίγο αργότερα γίνονται τα ιδεώδη προσχήματα για την ταξική επιλογή των ευρωπαϊκών ηγεσιών: σώζουμε τις τράπεζες, έστω κι αν οι κοινωνίες πρέπει να στενάξουν. Στο μεταξύ, ουδείς παρακολουθεί ότι οι ίδιες οι διασωζόμενες αμερικανικές και ευρωπαϊκές τράπεζες, μαζί με τα σκιώδη επενδυτικά κεφάλαια που δρουν χωρίς να γνωρίζουν σύνορα, αναζητούν εναλλακτικές λύσεις για να αναπληρώσουν τα σπασμένα της κρίσης ακόμη και στους όρους επιβίωσης των ανθρώπων: στο ψωμί τους. Οι «καθωσπρέπει» τράπεζες κάνουν το κουμάντο τους στοιχηματίζοντας στο χρηματιστήριο των τροφίμων με κάθε αφορμή. Τη μια είναι οι πλημμύρες στην Αυστραλία, την άλλη οι μουσώνες στην Ασία, την τρίτη φορά οι πυρκαγιές στη Ρωσία. Κάθε τι φυσικό ή αφύσικο συμβαίνει στον πλανήτη γίνεται πρόσχημα για κερδοσκοπία πάνω στα συμβόλαια τροφίμων, των οποίων οι τιμές εκτοξεύονται, φέρνοντας σε απόγνωση τις κοινωνίες που εξαρτούν την επιβίωσή τους από τα στοχειώδη: από το στάρι, το καλαμπόκι, το ρύζι, τη σόγια. Αυτή η έκρηξη τιμών ήταν η θρυαλλίδα που προκάλεσε τις αλλεπάλληλες εκρήξεις στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Αυτή ήταν η σπίθα που άναψε τη φωτιά που σιγόκαιγε για δεκαετίες.
ΕΚ ΠΡΩΤΗΣ ΟΨΕΩΣ, λοιπόν, τίποτε δεν φαίνεται να συνδέει τον φιλήσυχο Αμερικανό προτεστάντη που η τράπεζα τού πήρε το σπίτι και η επιχείρηση τον έδιωξε από τη δουλειά με τον ανήσυχο Αιγύπτιο μουσουλμάνο που αντιλήφθηκε ότι δεν θα μπορεί πια ούτε το ψωμί να εξασφαλίσει για τα παιδιά του. Τίποτα δεν συνδέει τον Έλληνα εργαζόμενο που έχει εξελιχθεί σε «μαύρο πρόβατο» της Ευρώπης, λοιδορούμενος ως τεμπέλης, αντιπαραγωγικός, άπληστος τρόφιμος του ευρωπαϊκού Πρυτανείου με τον Λίβυο πολίτη που βλέπει την «επαναστατική» ηγεσία της χώρας του να μετατρέπει την οικονομία της σε οικογενειακή μπίζνα με όλους τους αστέρες του δυτικού καπιταλισμού. Τίποτα δεν συνδέει τις πιέσεις που ασκούνται στην Ελλάδα να ξεπουλήσει όσο όσο τον δημόσιο πλούτο της με τον τρόπο που η αραβική νομενκλατούρα ξεπούλησε και λεηλάτησε τον πλούτο των αραβικών κοινωνιών. Τίποτα δεν συνδέει την κερδοσκοπία των ασύδοτων επενδυτικών κεφαλαίων και στο πετρέλαιο και στο κρατικό χρέος των χωρών της Ευρωζώνης που εκτινάσσει τώρα την τιμή του αργού πετρελαίου, αύριο ξανά των spreads των ελληνικών ή των ισπανικών ομολόγων. Και τίποτα δεν συνδέει το πείσμα της γερμανικής και λοιπής ευρωπαϊκής πολιτικής ηγεσίας να «βομβαρδίζει» με αιώνια λιτότητα τις κοινωνίες της Ε.Ε. με την ανελέητη βία με την οποία τα καθεστώτα τύπου Καντάφι πασχίζουν να κρατηθούν στην εξουσία. Τίποτα δεν συνδέει εμάς με εκείνους. Και ταυτόχρονα μας συνδέουν όλα.
ΖΟΥΜΕ μία από εκείνες τις σπάνιες συγκυρίες κατά τις οποίες η ανθρωπότητα, οι υποτελείς τάξεις σε όλες τις κοινωνίες, της Γης οι κολασμένοι, αποκτούν εκείνη την αίσθηση κοινότητας, τη μοναδική και εξόφθαλμα ορατή ενότητα συμφερόντων, ανεξάρτητα από το αν ο Ευρωπαίος δημόσιος υπάλληλος «πέφτει» απότομα από την ευημερία του μισθού των 2.000 ευρώ, ενώ ο Αιγύπτιος λιμοκτονεί για ένα ευρώ τη μέρα. Ζούμε επίσης μία από εκείνες τις σπάνιες συγκυρίες που αποκαλύπτουνπως η «τυραννία» (είτε παίρνει την όψη στυγνών δικτατοριών είτε κρύβεται πίσω από τη δημοκρατία) έχει κοινό πρόσωπο, όνομα και, διεύθυνση – λέγεται «έξυπνο χρήμα», κι ας φέρεται συχνά ως ηλίθιο μια που, καταστρέφοντας τις κοινωνίες αργά ή γρήγορα και το ίδιο θα καταστραφεί.
ΖΟΥΜΕ, λοιπόν, μία από εκείνες τις στιγμές της ιστορίας που ο Αμερικανός πολίτης, ο Ευρωπαίος φορολογούμενος, ο Έλληνας μισθωτός, ο Άραβας πένητας ακούνε τις καμπάνες να χτυπούν -στη Λιβύη, στο Μπαχρέιν, στη Σαουδική Αραβία- και μπορούν ν’ αντιληφθούν πως χτυπούν και για τους ίδιους. Κι ας έχουν άλλοτε τον τρομακτικό ήχο του βομβαρδιστικού κι άλλοτε τη φωνή ενός φανατικού προπαγανδιστή της λιτότητας στα τηλεοπτικά δελτία των 8.00.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στις 26/2/2011. Τέσσερα χρόνια μετά παραμένει ακόμη επίκαιρο…