«Να πάμε στην Ειδομένη» για ρεπορτάζ ή κάπως έτσι το ξεφούρνισε ένα πρωί ο Μάρκος. Χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς να αφήσω δευτερόλεπτο να κυλήσει, «φυσικά και θα πάμε», του λέω με την σειρά μου. Ήθελα πολύ να πάω, να σταθώ δίπλα σε ανθρώπους ξεριζωμένους από μία πατρίδα που πλήττεται από τον πόλεμο και να βοηθήσω όσο μπορώ και με όποιον τρόπο μπορώ.
Του Χρήστου Καλύβα
Τα ξημερώματα της περασμένης Πέμπτης ξεκινήσαμε για την Ειδομένη, κοίταζα το ρολόι συνέχεια, βιαζόμουν να φτάσω. Όσο πλησιάζαμε άρχισα να τρέμω, δεν ήξερα τι θα αντικρύσω και αν θα το αντέξω. Γύρω στις επτά ήμασταν στην Ειδομένη. Εκατοντάδες λεωφορεία, χιλιάδες πρόσφυγες. Αυτή ήταν η πρώτη γεύση που πήρα. Προχωρήσαμε κι άλλο, συναντήσαμε τους Γιατρούς του Κόσμου.
Η Κορίνα και η Παναγιώτα μας μιλούσαν αρκετή ώρα. Τις άκουγα με προσοχή αλλά κοίταζα γύρω μου, αυτό με ενδιέφερε, ήθελα να δω τους πρωταγωνιστές. Πρόσφυγες κάθε ηλικίας, κάθε κοινωνικής τάξης. Η εικόνα της βομβαρδισμένης πατρίδας τους σε συνδυασμό με τα χιλιάδες χιλιόμετρα που διανύουν για ένα καλύτερο αύριο είναι αποτυπωμένα στα πρόσωπα μικρών και μεγάλων. Όχι των πολύ μικρών, που είναι οι «τυχεροί της υπόθεσης». Ίσως οι μόνοι που είχαν το κουράγιο για παιχνίδι μιας και στην ηλικία που βρίσκονται δεν μπορούσαν να πολύ-αντιληφθούν την κατάσταση. Η ώρα περνούσε, έψαχνα συνέχεια κάτι να κάνω. Δεν ήθελα να φύγω, δεν ήθελα να γυρίσω στην «στρωμένη με ροδοπέταλα» καθημερινότητα μου.
Συνέχιζα να κοιτάζω τους πρόσφυγες, άλλοι όρθιοι και άλλοι ξαπλωμένοι στις τεράστιες σκηνές που είχαν στηθεί για την προστασία τους από τις καιρικές συνθήκες. Εκεί θύμωσα με τον εαυτό μου, έπρεπε να είχα έρθει νωρίτερα σκέφτηκα, τότε που δεν υπήρχε τίποτα εδώ, τότε που δεν υπήρχε κανείς να τους βοηθήσει. Εκείνη τη στιγμή βλέπω δύο μικρά παιδιά να προσπαθούν να φορτώσουν στις πλάτες τους τις τσάντες με τα υπάρχοντα της οικογένειας. Καθώς τα φωτογραφίζω, με πλησιάζει ο πατέρας και με σοβαρό ύφος με ρωτάει αν τον φωτογραφίζω και για ποιόν λόγο. Τρόμαξα δεν το κρύβω, παίρνω όμως το θάρρος και του απαντάω. Μου χαμογελάει… είχε το κουράγιο να αστειευτεί. Τον ρωτάω που έχει σκοπό να πάει, στην Αυστρία με τα τέσσερα παιδιά μου, μου απαντάει. Ο πατέρας μου έχει πέντε αγόρια, του λέω. Μένει έκπληκτος κι ας του λέω πως εμείς δε ταλαιπωρούμαστε όπως αυτός. Του εύχομαι καλή τύχη και εκεί χωρίζουν οι δρόμοι μας, ήταν η ώρα να πλησιάσει με το γκρουπ του για να διασχίσουν τα Ελληνοσκοπιανά σύνορα.
Πλησιάζει η ώρα να φύγουμε, μπαίνουμε στην σκηνή των Γιατρών του Κόσμου να αποχαιρετήσουμε την Κορίνα, τον Βασίλη και την υπόλοιπη ομάδα. Ο Βασίλης προσπαθεί μέσω του google translate να εξηγήσει σε μία μητέρα τον τρόπο με τον οποίο θα χορηγήσει στην μικρή της κόρη την φαρμακευτική αγωγή.
Εκεί έζησα την πιο ξεχωριστή στιγμή, λες και κάποιος μου το φύλαγε για το τέλος. Τρία παιδάκια επεξεργάζονταν την φωτογραφική μας μηχανή, βρήκαν μάλλον με κάτι να παίξουν ύστερα από καιρό. Χαιρόμουν, αλλά ήξερα πως το παιχνίδι δεν θα κρατήσει για πολύ μιας και η… Οδύσσειά τους δεν είχε τελειώσει ακόμα. Πλησίασα το ένα από τα τρία, άπλωσα το χέρι μου και κάναμε το γνωστό «κόλλα το», γίναμε «φίλοι» μέσα σε μια στιγμή. Δεν έμαθα και δεν θα μάθω ποτέ το όνομα του αλλά είναι πλέον ο καλύτερος μου φίλος. Αυτός ο μικρός πρόσφυγας από την Συρία είναι ο καλύτερος φίλος που είχα ποτέ. Τώρα ναι, μπορώ να πάρω τον δρόμο του γυρισμού, είπα από μέσα μου ξέροντας τι θα απαντήσω σε όσους με ρωτήσουν για αυτή την εμπειρία. Ταξιδέψτε στην Ειδομένη, αυτό πρέπει να κάνετε. Να δείτε την κατάσταση με τα μάτια σας. Μακάρι τα σχολεία να έκαναν εκπαιδευτικές εκδρομές στην Ειδομένη. Ίσως έτσι τα νέα παιδιά να μεγάλωναν με περισσότερες ευαισθησίες. Φεύγοντας δεν μπορούσα να μη ρίξω κλεφτές ματιές πίσω μου, ήθελα να πάρω όσο το δυνατόν περισσότερες εικόνες μαζί μου, εικόνες που θα με συνοδεύουν μια ζωή…