Την πρώτη τους επαφή έχουν νωρίς το πρωί οι έλληνες διαπραγματευτές και οι εκπρόσωποι των τροϊκανών που έχουν επιστρέψει στην Αθήνα για την τεχνική ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης.
Εάν όλα πάνε καλά και η ελληνική πλευρά δεν βρεθεί προ εκπλήξεων και νέων απαιτήσεων από τους δανειστές, η τεχνική συμφωνία θα έχει κλείσει τις επόμενες ημέρες και αμέσως μετά οι θεσμοί θα συντάξουν το Staff Level Agreement ώστε αυτό να εγκριθεί –ει δυνατόν– από το Eurogroup της 20ης Μαρτίου.
Αυτός είναι και ο στόχος της κυβέρνησης όπως τον προσδιόρισε άλλωστε στη Βουλή την προηγούμενη Παρασκευή ο ίδιος ο πρωθυπουργός.
Πάντως, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, εάν η συμφωνία δεν έχει ολοκληρωθεί έως το επόμενο Eurogroup, υπάρχει η δυνατότητα να γίνει σε άτυπη συνεδρίαση του Eurogroup στις 7 Απριλίου στην Μάλτα.
Θεωρητικά ανοιχτά παραμένουν τα εργασιακά και τα ενεργειακά, ενώ κυβερνητικοί κύκλοι επιμένουν ότι έχει βρεθεί λύση στην κάλυψη του δημοσιονομικού κενού για το 2018.
Εκείνο το σημείο ωστόσο στο οποίο εστιάζεται η τεχνική αξιολόγηση αφορά την μορφή των μέτρων που θα ζητήσουν οι θεσμοί να ψηφιστούν και επιπλέον το ποια θα είναι τα αντισταθμιστικά μέτρα που θα ζητήσει η ελληνική πλευρά κινούμενη στην γραμμή «για κάθε ευρώ επιβάρυνσης, ένα ευρώ ελάφρυνσης». Στην διάρκεια του Σαββατοκύριακου έγιναν πολλές συσκέψεις στα υπουργεία που εμπλέκονται στην διαπραγμάτευση, ενώ το οικονομικό επιτελείο έχει ετοιμάσει και μία δέσμη αντίμετρων που θα επιδιώξει να εγκριθούν από τους θεσμούς και να ψηφιστούν ταυτόχρονα με το αφορολόγητο και τις περικοπές στο συνταξιοδοτικό με στόχο την επίτευξη της δημοσιονομικής ισορροπίας.Δύσκο
Από την στιγμή που τα μέτρα ψηφιστούν από την Βουλή οι δανειστές καλούνται να αποσαφηνίσουν το θέμα των πρωτογενών πλεονασμάτων όπως επίσης και των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος.
Το Μαξίμου επιθυμεί πάντως οι συνεννοήσεις μεταξύ των θεσμών για τα μείζονα θέματα να ολοκληρωθούν το συντομότερο δυνατόν ούτως ώστε η χώρα να ενταχθεί ει δυνατόν τον Απρίλιο στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Η ένταξη στο QE θεωρείται κρίσιμη για την οικονομία διότι θα βοηθήσει στην αποκλιμάκωση των επιτοκίων των επιχειρήσεων και των επιτοκίων στην δευτερογενή αγορά ομολόγων.