Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένας γέρος πολύ φτωχός. Τόσο φτωχός που κάποιες φορές έκανε μέρες να βάλει κάτι στο στόμα του. ζούσε αποκλειστικά από τις ελεημοσύνες των περαστικών όταν έβγαινε στο πεζοδρόμιο να ζητιανέψει.
Ο δόλιος, από τότε που πέθανε η γυναίκα του, η κυρά Ερμιόνη, ζούσε ολομόναχος. Είχε ένα γιο με τον οποίο είχε τσακωθεί πριν από πολλά χρόνια και δεν μιλούσαν πια. Ο γιος του ο Στέλιος, είχε φύγει στην Αμερική. Παντρεύτηκε, έκανε οικογένεια και δεν ξαναμίλησε ποτέ με τον πατέρα του. Αυτός ήταν και ο καημός του μπάρμπα Σωτήρη, να έβλεπε για τελευταία φορά τον γιο του πριν κλείσει τα μάτια του.
Φτάσανε τα Χριστούγεννα, το χιόνι έπεφτε πυκνό και ο καημένος ο μπάρμπα Σωτήρης, άρρωστος και πεινασμένος, άπλωνε το χέρι του στους λιγοστούς βιαστικούς περαστικούς. Πολλοί τον προσπέρασαν χωρίς να του δώσουν σημασία, είχε αρχίσει να σουρουπώνει και το κρύο γινόταν τσουχτερό.
Ώσπου ξάφνου, ένας άγνωστος άπλωσε το χέρι του και άφησε στην χούφτα του γεράκου λίγα κέρματα. Ο μπάρμπα Σωτήρης σήκωσε τα γεμάτα ευγνωμοσύνη δακρυσμένα μάτια του για να ευχαριστήσει τον άγνωστο ευεργέτη του για αυτή του την γενναιοδωρία. Μα ήταν δυνατόν ή τον γελούσαν τα γερασμένα μάτια του;
Μπροστά στεκόταν καλοντυμένος με το μαύρο ακριβό κουστούμι, ο γιος του ο Στέλιος. Δεν τον αναγνώρισε όμως έτσι ταλαιπωρημένος όπως ήταν, ρακένδυτος και αξύριστος. Έπιασε και του φίλησε το χέρι, με τα μάτια πλημμυρισμένα από καυτά δάκρυα.
-Ο Θεός να σου ανταποδώσει το καλό που μου έκανες παιδί μου.
-Σε ευχαριστώ γέροντα, του είπε και κίνησε να φύγει.
-Έχεις παιδιά, οικογένεια; τον ρώτησε κρατώντας τον σφιχτά από το μανίκι.
-Έχω δυο κόρες γέροντα. Μάνα δεν έχω και κάποτε είχα και πατέρα.
-Και τώρα;
Ο Στέλιος τον κοίταξε παράξενα. Τίναξε το χέρι του, του ευχήθηκε βιαστικά καλά Χριστούγεννα και έφυγε βιαστικά, ενοχλημένος. Γύρισε στο ξενοδοχείο όπου ήταν η γυναίκα και οι κόρες του. Τις φίλησε και τους διηγήθηκε την ιστορία με τον φτωχό γεράκο. Ένιωσε όμως περίεργα καθώς την διηγούνταν, σαν κάτι να είχε σπάσει μέσα του. άξαφνα, μια τρελή σκέψη πέρασε από το μυαλό του.
-Μήπως; σκέφτηκε φωναχτά μα δεν ολοκλήρωσε την σκέψη του. Άρπαξε το παλτό του και κατέβηκε τρέχοντας στον δρόμο. Έπρεπε να βρει οπωσδήποτε εκείνον τον γεράκο, να τον ρωτήσει, να μάθει, να βεβαιωθεί.
Δεν πρόλαβε όμως. Ο δύστυχος γεράκος, είχε πεθάνει από το κρύο, εκεί στην γωνία με τα λιγοστά κέρματα σφιγμένα μες την χούφτα του. είχε όμως ένα τεράστιο χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη του, που φώτιζε θαρρείς το πρόσωπό του…
Τέλος