Τις χρησιμοποιούμε συχνά στην καθημερινότητά μας, αλλά ξέρουμε που βρίσκονται οι ρίζες τους; Επτά από τις πιο συνηθισμένες λαϊκές εκφράσεις και η ιστορία τους.
«Κάποιο λάκκο έχει η φάβα»
Ως γνωστών η φάβα βράζει μόνο στο νερό της και χρειάζεται αρκετό λάδι για να αποκτήσει την ωραία υφή και γεύση που ξέρουμε. Έτσι, πάντα όταν σερβίρουμε την φάβα, κάνουμε μία μικρή λακούβα στο κέντρο, την οποία γεμίζουμε με λάδι.
«Μάλλιασε η γλώσσα μου»
Κατά τη βυζαντινή περίοδο υπήρχαν πολλές βάναυσες τιμωρίες. Μία από αυτές ήταν όταν κάποιος έλεγε πράγματα που δεν έπρεπε να πει (ή που κάποιος δεν ήθελε να ακούσει) τον υποχρέωναν να μασήσει ένα αγκαθωτό και σκληρό χόρτο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να πρηστεί η γλώσσα του, να ματώνει και να βγάζει ίνες οι οποίες έμοιαζαν με μαλλιά.
«Χρωστάει της Μιχαλούς»
Η Μιχαλού ήταν μία γυναίκα η οποία διατηρούσε μία ταβέρνα στο Ναύπλιο την περίοδο μετά την επανάσταση του ’21. Η Μιχαλού άφηνε τους πελάτες της να τρώνε βερεσέ, αλλά όταν έληγε η προθεσμία πληρωμής που τους είχε βάλει, τους έβρισκε και τους στόλιζε με πολλά κοσμητικά επίθετα.
«Κάνει την πάπια»
Η φράση αυτή δεν έχει καθόλου να κάνει με το αγαπημένο ζώο. Κατά τη Βυζαντινή περίοδο, εκείνος που είχε τα κλειδιά του παλατιού ονομαζόταν «Παπίας» και είχε μεγάλη δύναμη και επιρροή στα χέρια του, αλλά, ταυτόχρονα, είχε και την φήμη του ψέυτη και υποκριτή. Έτσι, όταν κάποιος έλεγε ψέματα ακουγόταν η φράση: «Ποιείς τον Παπίαν», μία φράση η οποία με τον καιρό έχει παραποιηθεί και έχει μείνει γνωστή ως «κάνει την πάπια»
«Θα μείνει στο ράφι»
Κατά τη βυζαντινή εποχή είχαν τη συνήθεια να τοποθετούν τα παλιά οικογενειακά κειμήλια στα ράφια για να στολίσουν το σπίτι. Έτσι, προήλθε και η φράση «θα μείνει στο ράφι» ή «έμεινε στο ράφι», δηλαδή ότι έχει γεράσει τόσο πολύ που θεωρείται σαν παλιό οικογενειακό κειμήλιο.
«Έφαγα χυλόπιτα»
Γύρω στο 1800 ο Παρθένης Νένιμος, ισχυριζόταν ότι είχε βρει το φάρμακα για όσους ήταν πολύ ερωτευμένοι και απογοητευμένοι. Δεν ήταν άλλο από έναν χυλό από σιτάρι, τον οποίο έψηνε στον φούρνο. Ο ίδιος έλεγε ότι όποιος φάει αυτή την πίτα, μόλις ξυπνήσει το πρωί, η ερωτική του απογοήτευση θα εξαφανιζόταν.
«Διαόλου κάλτσα»
Κατά την σκοτεινή περίοδο του Μεσαίωνα, δεν ήταν λίγα τα περιστατικά της μαύρης μαγείας. Όταν ένα παιδί ερχόταν στον κόσμο οι γονείς του φώναζαν έναν μάγο ή μάγισσα για να του κάνει ξόρκια και να είναι τυχερό. Οι μάγοι για να γίνει έξυπνο το παιδί έβαζαν τα πόδια του παιδιού σε μία μαύρη κάλτσα ή οποία σύμφωνα με την παράδοση ήταν φτιαγμένη από το μαλλί του διαβόλου.
Πηγή: huffingtonpost.gr