Η Μοσούλη, η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Ιράκ, γιορτάζει την απελευθέρωσή της μετά τη νίκη των κυβερνητικών δυνάμεων κατά του Ισλαμικού Κράτους, παρά το γεγονός ότι παραμένουν κάποιοι θύλακες αντίστασης. Ωστόσο το ΙΚ εξακολουθεί να ελέγχει αρκετές περιοχές του ιρακινού εδάφους.
Το γραφείο του πρωθυπουργού Χάιντερ αλ Αμπάντι ανέφερε σε ανακοίνωσή του ότι συνεχάρη «τους ηρωϊκούς μαχητέςγια τη νίκη αυτή» στην «απελευθερωμένη» πόλη.
Στη διάρκεια σύσκεψης στην έδρα της ομοσπονδιακής αστυνομίας στη δυτική Μοσούλη, ο Ιρακινός πρωθυπουργός ζήτησε «να εξαλειφθούν οι τελευταίοι ηττημένοι, να αποκατασταθεί η ασφάλεια και η σταθερότητα στην απελευθερωμένη πόλη και να καθαρίσει από τις νάρκες και τους εκρηκτικούς μηχανισμούς», σύμφωνα με το γραφείο του.
Η ανακατάληψη της Μοσούλης, του κύριου προπυργίου του ΙΚ στο Ιράκ, είναι η πιο σημαντική νίκη της Βαγδάτης αφού οι τζιχαντιστές κατέλαβαν το καλοκαίρι του 2014 μεγάλες περιοχές της χώρας.
Όμως η νίκη, που επετεύχθη με τίμημα χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες, την τεράστια έξοδο του πληθυσμού και τεράστιες καταστροφές, δεν σημαίνει το τέλος του πολέμου κατά της εξτρεμιστικής οργάνωσης.
Οι τζιχαντιστές εξακολουθούν να ελέγχουν κάποιες περιοχές στο Ιράκ, κυρίως τις πόλεις Ταλ Άφαρ και Χαουίτζα βόρεια της Βαγδάτης και κάποιες περιοχές της ερήμου στην επαρχία αλ Άνμπαρ, στα σύνορα με τη Συρία.
Η εξτρεμιστική οργάνωση έχει επίσης υπό τον έλεγχό της μεγάλες περιοχές στη Συρία, αν και έχασε έδαφος και το προπύργιό της η Ράκα πολιορκείται από δυνάμεις των ανταρτών που στηρίζονται από την Ουάσινγκτον.
Ο Γάλλος πρωθυπουργός Εμμανουέλ Μακρόν, δήλωσε ότι η Γαλλία «αποτίει φόρο τιμής σε όλους εκείνους που με τα στρατεύματά τους συνέβαλαν» στην απελευθέρωση της Μοσούλης.
Ο Βρετανός υπουργός Άμυνας Μάικλ Φάλον συνεχάρη τη Βαγδάτη, όμως εκτίμησε ότι «μένουν πολλά να γίνουν» στην περιοχή.
Η πτώση της πόλης στις 10 Ιουνίου 2014 συμβόλισε την κατάρρευση του ιρακινού κράτους και την αποτυχία των δυνάμεών του να αντιμετωπίσουν τους τζιχαντιστές που έθεταν υπό τον έλεγχό τους μεγάλες περιοχές στο δυτικό και βόρειο τμήμα της χώρας.
Κατά την υποχώρησή του τότε ο ιρακινός στρατός άφηνε πίσω του εξοπλισμό και στρατιωτικά οχήματα, σημαντικά λάφυρα για τους τζιχαντιστές.
Οι εννέα μήνες της στρατιωτικής επιχείρησης προκάλεσαν μεγάλη ανθρωπιστική κρίση, με τον εκτοπισμό 920.000 αμάχων, σύμφωνα με τον ΟΗΕ, εκ των οποίων οι 700.000 δεν έχουν επιστρέψει ακόμη στις εστίες τους.
Όσοι άμαχοι παρέμειναν παγιδευμένοι στην πόλη έζησαν σε φρικτές συνθήκες, αντιμετωπίζοντας ελλείψεις σε βασικά αγαθά και νερό, βομβαρδισμούς και σφοδρές μάχες, ενώ οι τζιχαντιστές τους χρησιμοποιούσαν σαν ανθρώπινες ασπίδες.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ, AFP