Επιστρέφοντας και λόγω της ζαλάδας, τα φωτάκια τα απολάμβανε περισσότερο. Δημιουργούσαν έναν περίεργο κυματισμό που καθήλωνε εξαιρετικά το βλέμμα της και ξεχνούσε την μόνιμη ανάγκη να κάνει εμετό μετά τις θεραπείες. Τα Χριστούγεννα, τα πάνε έλα από τη Νίκαια στην Αθήνα είχαν, αν μη τι άλλο, ένα κάποιο ενδιαφέρον. Λίγο που όλος ο κόσμος ξαμολιόταν στους δρόμους, λίγο οι βιτρίνες, λίγο το παιχνιδάδικο πίσω από τη στάση στην Πατησίων που κολλούσε τη μούρη της στο παγωμένο τζάμι του, ξεχνούσε τη βιαιότητα της κατάστασης. Τις στεγνές μέρες, ιδίως, που περπατούσαν πιο αργά. Τις βροχές τις τρέχανε. Όλα αυτά τα στοιχειωμένα απογεύματα που για χρόνια μοιράζονταν ζαβλακωμένες και οι δύο σαν ένα ατελείωτο ντεζαβού μέσα από τα λιγδιάρικα παράθυρα των τρόλεϊ και των «μπλε» λεωφορείων, μετέτρεπαν τις διαδρομές εν μέσω εορτών σε ανάσες.
Μάνα και κόρη, σε ένα καθημερινό πέρα δώθε που δεν επέτρεπε χρόνια τώρα κανένα κουβεντολόι, έχτιζαν στιγμές αηδίας στην περίπου μιας ώρας διαδρομή από το σπίτι στο ιατρείο του Γιανουλόπουλου σε ένα βρωμόστενο, ψηλά στην Πατησίων. Σε μια πολυκατοικία χτισμένη στα χρόνια της χούντας που βρωμοκοπούσε γεροντίλα από το ακτινολογικό και γαρύφαλλο από τα οδοντιατρεία του πρώτου ορόφου, φθείρονταν καθημερινά, χειμώνα καλοκαίρι, σ’ αυτό των έξι και τέταρτο ραντεβού, στα χιλιοτρυπημένα χέρια της, στα θολά βλέμματα τους, στις μυρωδιές από το σαντουιτσάδικο στη γωνία. Και γερνούσαν όλοι μαζί. Η μάνα της, η άρρωστη Κατερίνα, ο Γιανουλόπουλος και η κρυφοερωτευμένη σιτεμένη βοηθός του, οι δρόμοι και τα τρόλεϊ.
Κάθε μέρα από το ’83 μέχρι και το 1995 που αποφασίστηκε να την αναλάβει η βοηθός κατ’ οίκων μιας και η Κατερίνα έδωσε ένα μάλλον ξεκάθαρο ραπόρτο ότι δεν ξαναπάει, πηδώντας ένα απόγευμα από το κλιμακοστάσιο της πολυκατοικίας.
Και κάπως έτσι σταμάτησαν και οι αναγκαστικές βόλτες στο κέντρο της μεταπολιτευτικής Αθήνας κι έπαψε να ζει και τα Χριστούγεννα, μέσα από τις στολισμένες βιτρίνες της Πατησίων και των πέριξ αυτής δρόμων. Και δόθηκε ένα τέλος σ’ αυτό το ιδιότυπο χρονογράφημα που κρατούσε μέσα της για τις μεταμορφώσεις της πόλης, από μέρα σε μέρα ή από «ένεση σε ένεση», όπως αργότερα προτιμούσε να προσδιορίζει τα δώδεκα αυτά χρόνια.
Κι ενήλικη πια, με μια διαύγεια ενήλικη κι αυτή, και την αρρώστια της αγέρωχη να κρατάει το ρυθμό, κάθε τέτοιες μέρες, γιορτινές, τα θυμάται όλα καθαρά και κοφτερά. Η Κατερίνα. Τη μυρωδιά από τα γαρύφαλλο, τον πόνο στη μέσα πλευρά του αγκώνα, την υποταγή και συνάμα το θαυμασμό της βοηθού στο μεγαλόσωμο γιατρό, τα Αθηναϊκά Χριστούγεννα να εξελίσσονται, την ξεθεωμένη μάνα της και τον πατέρα της να λιώνει στα εργοστάσια για τα μεροκάματα του γιατρού και τις «κάρτες απεριορίστων διαδρομών», τα φτωχικά στο σπίτι Χριστούγεννα και τα γυαλιστερά, καταναγκαστικά, στους δρόμους. Μονάχα κάνα δυο έσβησε από τη μνήμη. Τη φορά που έκλαιγε ασταμάτητα η μάνα της μέσα στο λεωφορείο κι έπνιγε τους σπασμούς σφίγγοντας το ιδρωμένο χέρι της μικρής, και την οδό. Αυτή του ιατρείου. Παρόλο που ήξερε πως δεν είχε καμία σημασία η οδός, επέλεξε να τη διαγράψει. Και θα θέλε βαθιά μέσα της, και τότε και τώρα, να ήταν και τα δυο μια εμπειρία της προμνησίας. Αλλά γίνονται αυτά στη ζωή;