Η Μαρία προσπέρασε τα παιδιά που στεκόταν παραταγμένα μπροστά της και τραγουδούσαν χαρούμενα τα κάλαντα. Δεν είχε όρεξη να ακούσει τίποτα χαρούμενο, ειδικά τώρα. Μπορεί η επόμενη να ήταν Χριστούγεννα, μα δεν είχε καμία διάθεση.
Μπήκε στο αυτοκίνητο, χτυπώντας δυνατά την πόρτα. Έβαλε μπρος και εξαφανίστηκε. Είχε εξαγριωθεί τόσο πολύ! Το ράδιο έπαιζε χριστουγεννιάτικα τραγούδια και το έκλεισε κατευθείαν. Κατέβηκε με ταχύτητα την Μητροπόλεως, θολωμένη, ανίκανη να σκεφτεί λογικά. Αυτή η μητέρα της είχε τον τρόπο να την εκνευρίζει. Εντάξει, είπε και αυτή κουβέντες βαριές, μα δεν ήταν μόνο δικό της το φταίξιμο. Έπρεπε να το πάρει απόφαση, πως ήταν πια σε μια ηλικία που μπορούσε να ρυθμίζει μόνη της την ζωή της πια. Και ο Βασίλης; Δεν θα έπρεπε να την υποστηρίξει; Στο κάτω-κάτω, άντρας ήταν.
Όλα γύρω της είχαν μια γιορτινή διάθεση. Γιρλάντες, λαμπιόνια, στολισμένα δέντρα και δρόμοι. Τα μισούσε τα Χριστούγεννα, ήταν μια μέρα που θα έπρεπε να προσποιείται πως αγαπά όλο τον κόσμο. Χαμογέλασε ειρωνικά. Μια ημέρα που για τους περισσότερους σήμαινε απλά ίσως μια άδεια από την δουλεία τους, βόλτα ενδεχομένως στα μαγαζιά και ψώνια και για άλλους ευκαιρία για κραιπάλες κάθε είδους.
Τι σήμαιναν για εκείνη; Την μέρα που έφυγε ο πατέρας της, που περίμενε κάθε μέρα στην πόρτα να φανεί, μα αυτός ποτέ δεν φάνηκε. Η μέρα που έσβησε το χαμόγελο από τα χείλη της και της μητέρας της. Η μέρα που μεγάλωσε και ας ήταν μόνο έντεκα χρονών τότε.
Κοίταξε γύρω της. Στο πεζοδρόμιο, ζευγάρια πιασμένα χέρι-χέρι να περπατούν γελώντας και μιλώντας ζωηρά. Κάπου πιο πέρα, όμορφες μελωδίες και ο ήχος από τα τρίγωνα.
Έπιασε την κοιλιά της και ένας λυγμός ανέβηκε στα χείλη της. Της ήρθε να κλάψει, μα τα δάκρυα είχαν στερέψει από καιρό. Μια γεμάτη αγκαλιά, μόνο αυτό ζητούσε τόσα χρόνια, μα μάταια. Άναψε τσιγάρο και ο καπνός του στροβιλίστηκε ψηλά έξω από το παράθυρο, μαζί με τις χαρούμενες παιδικές φωνές και μελωδίες. Το μυαλό της ταξίδεψε, η σκέψη της χάθηκε.
Ένα μικρό κορίτσι άξαφνα εμφανίστηκε μπροστά της. Πάτησε απότομα το φρένο και το αμάξι κοκάλωσε. Με τα χέρια σφιγμένα στο τιμόνι, κοίταξε έντρομη έξω από το τζάμι. Δυο πελώρια μαύρα μάτια την κοιτούσαν ξαφνιασμένα.
Κατέβηκε τρέμοντας από το αμάξι και έπιασε την μικρή από τα χέρια.
-Είσαι καλά; την ρώτησε με φωνή που έτρεμε.
Το μικρό κορίτσι κούνησε το κεφάλι της. Η καρδιά της Μαρίας κόντευε να σπάσει από την αγωνία. Την έσφιξε στην αγκαλιά της ενώ ταυτόχρονα κοίταξε γύρω της. Δεν είχε ιδέα που βρισκόταν. Τόσο πολύ είχε απορροφηθεί στις σκέψεις της που είχε χαθεί. Ξαναγύρισε προς το μικρό κορίτσι. Είχε στρόγγυλο πρόσωπο και τεράστιο χαμόγελο.
-Πως σε λένε μικρή;
-Ελπίδα.
-Γιατί είσαι μόνη σου εδώ στην ερημιά; Χάθηκες;
-Δεν χάθηκα, είπε χαμογελώντας. Αφού με βρήκες.
Η Μαρία την κοίταξε με απορία.
-Τι εννοείς;
-Γι’ αυτό δεν ήρθες; Δεν με έψαχνες;
-Όχι, της είπε κοιτώντας την περίεργα. Γιατί το λες αυτό;
Έριξε άλλη μια ματιά γύρω της. Σκοτάδι και ερημιά, δεν υπήρχε ψυχή.
-Μήπως χάθηκες εσύ; την ρώτησε η Ελπίδα.
Το προσωπάκι της φωτίστηκε. Η Μαρία την κοίταξε αμήχανη.
-Ποια είσαι; την ρώτησε και η φωνή της βγήκε τρεμάμενη, φοβισμένη.
Η Ελπίδα ακούμπησε το χέρι της στο στήθος της Μαρίας. Ένα ζεστό κύμα θαρρείς και διαπέρασε το κορμί της.
-Ο Χριστός γεννήθηκε, της είπε, μέσα σε μια σπηλιά. Γεννιέται όμως και κάθε φορά στις ψυχές των ανθρώπων που Τον αγαπούν και ζουν ταπεινά. Ο καθένας πρέπει να ζεστάνει την καρδιά του με αγάπη για τον συνάνθρωπο του. Να είναι μ’ αυτούς, που ο πόνος τους είναι μεγαλύτερος από τη χαρά τους. Με εκείνους που τα έχασαν όλα αλλά δεν απελπίζονται. Εσύ όμως είσαι εδώ, μόνη, χαμένη και απαρηγόρητη. Γιατί;
Τα μάτια της Μαρίας πλημμύρισαν με δάκρυα. Έπεσε στα γόνατα και έκρυψε το πρόσωπό της.
-Δεν μπορώ, είπε μέσα στους λυγμούς της. Δεν έχω την δύναμη!
Γονάτισε δίπλα την και την κοίταξε. Την βοήθησε να σηκωθεί.
-Μη κλαις. Υπάρχει ακόμα ελπίδα. Τα θαύματα συμβαίνουν σε εκείνους που τα πιστεύουν, της είπε και της έκλεισε το μάτι.
Έκανε να μιλήσει, μα τα λόγια χάθηκαν στα χείλη και φωνή δεν ακούστηκε. Ξάφνου, ένας δυνατός κτύπος, την έκανε να συνέλθει.
-Κυρία μου είστε καλά;
Γύρισε τρομαγμένη το κεφάλι. Βρισκόταν στο αμάξι της, σταματημένη στην μέση του δρόμου. Έξω από το παράθυρό της, ένας αστυνομικός την κοίταζε παραξενεμένος.
-Όλα καλά; την ξαναρώτησε.
Η Μαρία κοίταξε τριγύρω αλαφιασμένη.
-Ναι, ναι, βιάστηκε να απαντήσει. Συγγνώμη.
-Προχωρήστε γιατί κλείνετε τον δρόμο.
Έβαλε ταχύτητα και ξεκίνησε χωρίς να πει κάτι άλλο. Έφτασε στο σπίτι με τις εικόνες ακόμα νωπές στο μυαλό της. Τύλιξε τα χέρια της γύρω από την κοιλιά της και έκλεισε τα μάτια. Το κουδούνισμα του τηλεφώνου την επανέφερε απότομα στην πραγματικότητα.
-Κυρία Στυλιανίδη, έχουμε τα αποτελέσματα των εξετάσεών. Είσαστε ήδη στην έκτη εβδομάδα κύησης.
Έμεινε αποσβολωμένη να κρατά το ακουστικό χωρίς να αρθρώνει λέξη.
-Κυρία Στυλιανίδη, επανέλαβε η φωνή του γιατρού. Συγχαρητήρια, είσαστε έγκυος!
Τα μάτια της γέμισαν με δάκρυα, χαράς αυτή την φορά. Τον ευχαρίστησε χίλιες φορές μέσα στα αναφιλητά της και έκλεισε το τηλέφωνο. Έτρεξε στο μπαλκόνι και ρούφηξε με λαχτάρα τον κρύο αέρα, ένιωσε να αναγεννιέται, όλο της το σώμα να πάλλεται στον θειικό παλμό των εορτών. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, γεμάτη λαχτάρα.
Και εκεί, κάτω στο πεζοδρόμιο, διέκρινε ένα γνωστό της πρόσωπο, ανάμεσα στα άλλα παιδιά που τραγουδούσαν. Η μικρή Ελπίδα την χαιρέτησε και της χαμογέλασε. Χαμογέλασε και η Μαρία και έβαλε το χέρι στο στήθος, στο μέρος της καρδιάς.
Έβγαλε το κινητό από την τσέπη της και σχημάτισε τον αριθμό.
-Μητέρα, είπε με φωνή σπασμένη από χαρά και συγκίνηση. Η Μαρία είμαι…