Εδώ και εξήντα περίπου χρόνια, η εκμετάλλευση των λιγνιτικών κοιτασμάτων διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό τον οικονομικό, παραγωγικό και κοινωνικό ιστό της Δυτικής Μακεδονίας. Η λιγνιτική βιομηχανία δημιούργησε σημαντικό πλούτο και παράπλευρα οφέλη στην περιοχή μας και μάλιστα, σε σταθερή βάση και με συνεχώς αυξανόμενη τάση μέχρι το 2002. Παράλληλα όμως, συρρίκνωσε παραδοσιακούς οικονομικούς κλάδους, ανέδειξε συνθήκες μονοκαλλιέργειας και βεβαίως, έθεσε κάτω από ισχυρή πίεση τόσο το φυσικό όσο και το ανθρωπογενές περιβάλλον.
Κατά συνέπεια, εύλογα αναδύεται το ερώτημα για το πώς θα είχε διαμορφωθεί το οικονομικό περιβάλλον της Δυτικής Μακεδονίας και ιδιαίτερα αυτό του ενεργειακού άξονα Φλώρινας-Αμυνταίου-Πτολεμαΐδας-Κοζάνης, χωρίς την αξιοποίηση των λιγνιτικών κοιτασμάτων. Με άλλα λόγια, ποια θα ήταν η κατάσταση στην περιοχή μας εάν το περιφερειακό μας αναπτυξιακό μοντέλο ακολουθούσε τη διαδρομή ομόλογων περιοχών της υπόλοιπης Ελλάδας και δεν στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό στην ενεργειακή αξιοποίηση των λιγνιτών.
Προφανώς, η αναπτυξιακή πορεία της Δυτικής Μακεδονίας χωρίς τη συνεισφορά των λιγνιτών δεν μπορεί να αναπαραχθεί με απόλυτη πιστότητα. Μπορεί όμως να προσεγγισθεί μέσω μαθηματικών μοντέλων και με τη βοήθεια λογικών παραδοχών.
Χωρίς τους λιγνίτες, προφανώς και δεν είχαμε τα δίκτυα τηλεθερμάνσεων ή μία από τις υψηλότερες συγκεντρώσεις μηχανικών σε επίπεδο χώρας για παράδειγμα. Ενδεχομένως, η πόλη της Πτολεμαΐδας να είχε σήμερα τον μισό ενεργό πληθυσμό. Ενδεχομένως, λέω ενδεχομένως, να μην είχαμε τεκμηριώσει επαρκώς την αναγκαιότητα ίδρυσης του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, συγκεκριμένων τμημάτων του ΤΕΙ Δυτικής Μακεδονίας ή της τοπικής δομής του Εθνικού Κέντρου Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΕΚΕΤΑ). Σίγουρα όμως δεν θα είχαμε διαμορφώσει μια ξεκάθαρη, αναγνωρίσιμη και ισχυρή Περιφερειακή Ταυτότητα.
Όλα τα παραπάνω και σίγουρα πολλά ακόμη, αποτελούν συζητήσιμα και μαχητά επιχειρήματα υπέρ του λιγνίτη, αλλά δεν αποτυπώνονται εύκολα στα ζητούμενα μιας τεχνοοικονομικής προσέγγισης. Τα ευρήματα μιας οικονομικής προσέγγισης είναι ως συνήθως ποσοτικοί δείκτες. Μερικοί εξ αυτών, σύμφωνα με τα ευρήματα μελέτης που εκπονήσαμε στο ΤΕΕ/ΤΔΜ, παρατίθενται ακολούθως:
- Η μονοκαλλιέργεια του λιγνίτη στη Δυτική Μακεδονία, σε βάρος των υπόλοιπων οικονομικών κλάδων, στέρησε την περιοχή μας ένα επιπλέον εισόδημα της τάξης των 2,6 δις εκατομμυρίων ευρώ, μόνο για τη δεκαετία 1999-2009. Με άλλα λόγια, η πολύχρονη «υποχρέωση» της Δυτικής Μακεδονίας να τροφοδοτεί με φθηνή ηλεκτρική ενέργεια το σύνολο της χώρας, μας κοστίζει ως Περιφέρεια περίπου 260 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο. Αυτό είναι το μετρήσιμο τίμημα της μονοδιάστατης ανάπτυξης και της ισχυρής εξάρτησής μας από τη βιομηχανία λιγνίτη.
- Στην τοπική κοινωνία, το τίμημα των 260 εκ. ευρώ ετησίως, η διαβόητη μονοκαλλιέργεια του λιγνίτη, μεταφράζεται ευθέως στα πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας των τελευταίων δεκαετιών κυρίως μεταξύ των γυναικών και των νέων συμπολιτών μας. Ας μην ξεχνάμε ότι ακόμη και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, με τα φαραωνικού μεγέθους Εθνικά Προγράμματα Δημοσίων Επενδύσεων της τάξης των δεκάδων δις ευρώ και με το λιγνίτη πανίσχυρο, τα ποσοστά ανεργίας στην Περιφέρειά μας άγγιξαν το 17%, πολύ πιο πάνω από τον εθνικό μέσο όρο. Πληρώνουμε αδρά το «περιφερειακό ρίσκο» που αναλάβαμε, ή αν θέλετε μας ανατέθηκε από το 1956 και εντεύθεν, βάζοντας «όλα τα αυγά σε ένα καλάθι».
- Από το μοντέλο εισροών-εκροών που χρησιμοποιήθηκε στη μελέτη, αποτυπώθηκε ξεκάθαρα ότι ο σημαντικός πλούτος που δημιουργήθηκε στην περιοχή μας λόγω ακριβώς της λιγνιτικής βιομηχανίας, οδηγήθηκε πρωτίστως στην κατανάλωση, ενώ σημαντικό μέρος του πλούτου επενδύθηκε εκτός Δυτικής Μακεδονίας. Εάν λάβει κανείς υπόψη ότι ετησίως και σύμφωνα με ανακοινώσεις της ίδιας της ΔΕΗ, μόνον το 25% περίπου των αναγκών της σε προϊόντα, αγαθά και υπηρεσίες καλύπτονται από την τοπική αγορά, η περιλάλητη «δορυφορική επιχειρηματικότητα» με επίκεντρο τη ΔΕΗ, παραμένει ζητούμενο για την περιοχή μας από το 1956.
- Από την άλλη πλευρά, με βάση τη μελέτη μας, ενώ το διάστημα 1999-2009 ο συνολικός πολλαπλασιαστής όλων των οικονομικών κλάδων μειώθηκε σε εθνικό επίπεδο κατά 6%, μειώθηκε κατά μόλις 1% σε επίπεδο Δυτικής Μακεδονία. Η ισχυρή εξάρτηση της Δυτικής Μακεδονίας από την καθετοποιημένη δραστηριότητα της λιγνιτικής βιομηχανίας, μας στέρησε έναν επιπλέον πλούτο αλλά, η περιοχή μας εμφανίστηκε λιγότερο ευάλωτη απέναντι στη γενικευμένη οικονομική ύφεση κυρίως μετά το 2007.
Λαμβάνοντας όμως υπόψη τις εξελίξεις στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, τα διογκούμενα προβλήματα της ΔΕΗ, την νομοτελειακή εξάντληση των λιγνιτικών κοιτασμάτων και πρωτίστως το υστέρημα αναπτυξιακής δυναμικής που δημιούργησε η μονοκαλλιέργεια λιγνίτη, η εμφανιζόμενη ως «αντοχή» της Δυτικής Μακεδονίας απέναντι στη γενικευμένη ύφεση είναι κυρίως αποτέλεσμα «οικονομικής αδράνειας» και μπορεί να μετατραπεί τα αμέσως επόμενα χρόνια σε μια βίαια κλιμακούμενη οικονομική ύφεση για την περιοχή μας.
Μιλώντας για την πραγματικά «βαριά φανέλα» της ΔΕΗ. Οι μεγάλες ομάδες, όπως και οι μεγάλες εταιρείες, δοκιμάζονται στο «γήπεδο». Στα δύσκολα αλώνια του λυτρωτικού ανταγωνισμού και λιγότερο στη διαβρωτική ασφάλεια των μονοπωλίων, παίζοντας για χρόνια χωρίς αντίπαλο και πάντοτε «εντός έδρας». Εξυπηρετώντας κοντόφθαλμες πολιτικές σκοπιμότητες, ευνουχίζοντας μια πραγματικά μεγάλη επιχείρηση. Το γήπεδο βγάζει τις μεγάλες ομάδες και τις ΜΕΓΑΛΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ. Εκεί δοκιμάζονται οι παίκτες και ο προπονητής, τα οράματα και οι στρατηγικές. Εκεί θα δοκιμαστεί πλέον το πραγματικό απόθεμα δυναμικής της ΔΕΗ να υποστηρίξει τις προοπτικές της Δυτικής Μακεδονίας.
Σε κάθε περίπτωση, η μελέτη με τίτλο «Αποτύπωση και αξιολόγηση των παραγωγικών και οικονομικών κλάδων της Δυτικής Μακεδονίας αναφορικά με την εξέλιξη της λιγνιτικής παραγωγής» είναι διαθέσιμη για κάθε ενδιαφερόμενο στην ιστοσελίδα του ΤΕΕ/ΤΔΜ και παρουσιάζει μια ολοκληρωμένη εικόνα για όλους τους οικονομικούς κλάδους σε επίπεδο Δυτικής Μακεδονίας, αναφορικά με την επίδραση της λιγνιτικής δραστηριότητας.
ΠΗΓΗ: eordaia.org