Το «δόγμα» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής απέναντι στην Τουρκία συνοψίζεται σε μια λέξη: κατευνασμός. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για την μόνιμη και αγχώδη προσπάθεια των ελληνικών κυβερνήσεων να μην ερεθίσουν την ευέξαπτη και απαιτητική γείτονα.
Κάπως έτσι με το πέρασμα των χρόνων φτάσαμε οι τουρκικές κυβερνήσεις να έχουν καταγράψει και εμφανίσει στο διπλωματικό προσκήνιο ένα σύνολο απαιτήσεων οι οποίες τελικά αμφισβητούν τις Συνθήκες και επιδιώκουν την αναθεώρησή τους σε βάρος της Ελλάδας.
Είναι γνωστό όσο κι αν στην Ελλάδα οι κυβερνήσεις και οι λοιπές πολιτικές δυνάμεις κάνουν ότι δεν το βλέπουν ότι η Τουρκία εμπράκτως:
1.Έχει διχοτομήσει το Αιγαίο στον 25ο μεσημβρινό
2.Αμφισβητεί το δικαίωμα όλων των ελληνικών νησιών να έχουν υφαλοκρηπίδα
3.Αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία επί δεκάδων νησιών (ακόμη και κατοικημένων) νησίδων και βραχονησίδων στο Αιγαίο
4.Έχει «σβήσει» από το χάρτη το Καστελόριζο με ότι αυτό συνεπάγεται για τον ορισμό της Ελληνικής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου
Οι παραπάνω τουρκικές θέσεις επιβεβαιώνονται καθημερινά και εμπράκτως με στρατιωτικά μέσα: προκλητικές πλόες πολεμικών σκαφών έξω από το Σούνιο, χαμηλές πτήσεις μαχητικών αεροσκαφών πάνω από κατοικημένα ελληνικά νησιά, δεσμεύσεις μεγάλων περιοχών και επί μακρόν χρονικό διάστημα καθ’ όλο το μήκος του Αιγαίου, για πραγματοποίηση ασκήσεων.
Το αποκορύφωμα της τουρκικής αποφασιστικότητας για την αναθεώρηση του καθεστώτος στο Αιγαίο έχει διατυπωθεί από την απόφαση της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης να δώσει (από το 1996) ανοιχτή εντολή στην όποια τουρκική κυβέρνηση να κηρύξει πόλεμο στην Ελλάδα (casus belli).
Παρ’ όλα αυτά και με διατυπωμένη με τον πιο επίσημο τρόπο της πολεμικής απειλής, οι ελληνικές κυβερνήσεις από το 1996 και έπειτα προσφέρουν στην Τουρκία σχέσεις (καλής γειτονίας) και συμφωνίες οι οποίες τελικά με έμμεσο αλλά σαφή τρόπο «δικαιώνουν» τις τουρκικές απαιτήσεις καθώς είναι δύσκολο να κατανοήσει κάποιος πως είναι δυνατό να αναπτύσσονται οι οικονομικές σχέσεις με δεκάδες συμφωνίες την ίδια στιγμή που η Άγκυρα εμπράκτως αμφισβητεί ακόμη και ελληνικό έδαφος.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις παρατηρώντας τις εξελίξεις με χρονικό «βάθος» τόσο όσο μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο εκλογικές αναμετρήσεις ουδέποτε ενδιαφέρθηκαν για το κόστος της επιλογής του κατευνασμού που ακολουθούν απέναντι στην Τουρκία, το οποίο καταβάλλεται κάποια στιγμή μεταχρονολογημένα και «έντοκα».
Και στην προκειμένη περίπτωση της κυβέρνησης της «αριστεράς» του Αλέξη Τσίπρα βλέπουμε τον πρωθυπουργό της χώρας όχι απλώς να χαριεντίζεται με τους «σουλτάνους» της Άγκυρας, αλλά να κρέμεται στην κυριολεξία από μια τρίχα τους.
Ο Αχμέτ (Νταβούτογλου) «φίλος» και ομόλογος του Αλέξη Τσίπρα δίχως να πάρει πίσω τίποτε, ούτε την απειλή πολέμου, ούτε τις αμφισβητήσεις ελληνικών εδαφών και κρατώντας την δυνατότητα να «πνίξει» τα ελληνικά νησιά με δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες, θα αισθάνθηκε χτες πολύ ικανοποιημένος βλέποντας μια ακόμη γονυκλισία από έναν ακόμη Έλληνα πρωθυπουργό ο οποίος ελπίζει πως παρακαλώντας, κατευνάζοντας και προσφέροντας εκτονώνονται οι τουρκικές απαιτήσεις.
Ο Αλέξης Τσίπρας, φαίνεται να μην έχει συνειδητοποιήσει στην εντυπωσιακή αλλά εξαιρετικά σύντομη ως τώρα διαδρομή του που τον εκτόξευσε στην κορυφή πως τα «φρου- φρου και αρώματα» – τα ωραία και μεγάλα λόγια—δεν μπορούν επί μακρόν να κρύβουν την αλήθεια.
Και στην περίπτωση των ελληνοτουρκικών αυτή η αλήθεια είναι εξαιρετικά επικίνδυνη, πολύ περισσότερο από μια ενδεχόμενη εκλογική συντριβή της «αριστεράς» του κυρίου Τσίπρα…