ΜΙΑ ΚΛΙΣΕ ΙΣΤΟΡΙΑ…( του Ηλία Στεργίου)
Τριγυρνώ σαν χαμένος μέσα στους πολύβουους δρόμους της πόλης, χαμένος στον δικό μου κόσμο, καταποντισμένος στην σκοτεινιά της ψυχής μου. Συντροφιά μου, ένα τσιγάρο που κόντευε να σβήσει μα δεν με ένοιαζε, ούτως η άλλως, όλα τελειώνουν κάποτε. Είμαι και εγώ ο ήρωας μιας ιστορίας, όπως χιλιάδες άλλοι. Ίσως μοιάζει κλισέ, ενός μεγάλου έρωτα που τελείωσε, αγάπες λουλούδια και τα λοιπά και τα λοιπά. Μόνο που δεν είναι μια απλή ερωτική ιστορία και εγώ δεν είμαι το θύμα αλλά ο θύτης….
Σύννεφα γαλαζωπού καπνού στροβιλίζονται σαν ομίχλη γύρω μου και εγώ παραδομένος στις ενοχές μου. Οι σκέψεις να με τυραννούν σαν πινακίδες νέον που αναβοσβήνουν νευρικά. Πονάει το στήθος μου, ζαλίζομαι. Η κατάσταση αυτή μ’ έχει αρρωστήσει, τόσο σωματικά όσο και ψυχικά.
Χα, αν είναι δυνατόν. Ακόμα και αυτή την στιγμή σκέφτομαι και συμπεριφέρομαι εγωιστικά.
Η θέα από εδώ πάνω είναι μαγευτική μα δεν γαληνεύω. Εδώ της είχα πει πρώτη φορά σ’ αγαπώ, εδώ είχαμε ανταλλάξει το πρώτο μας φιλί. Δεν ξέρω τον λόγο που κατέληξα σ’ αυτό το μέρος, μα καταντάει σχεδόν σαδιστικό.
Τα δύο χρόνια της σχέσης μας ήταν σαν όνειρο που κατέληξε σε αρραβώνα. Το ότι δεν είμαστε μαζί πλέον δεν αλλάζει το γεγονός πως η Βερόνικα ήταν εκπληκτικός άνθρωπος. Νέα, όμορφη, πανέξυπνη, μορφωμένη, με όλη την ζωή μπροστά της. Ένα κορίτσι με τρομερή θέληση και το χαμόγελό της… Θεέ μου, αυτό το χαμόγελό της….
Ήταν καιρός που παρατήρησα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Η μόνιμη δικαιολογία της ήταν η κούραση από το διάβασμα, μιας και ήτανε περίοδος εξεταστικής στο πανεπιστήμιο. Έπειτα από πιέσεις δικές μου και των γονιών της αποφάσισε να κάνει τις απαιτούμενες εξετάσεις. Ήταν Παρασκευή· το θυμάμαι σαν σήμερα και ας έχει περάσει τόσος καιρός. Ο καιρός μουντός, κρύος και εμείς σε μια απρόσωπη αίθουσα να χαζολογάμε περιμένοντας τον γιατρό. Κανείς μας δεν πίστευε ότι θα είναι κάτι ιδιαίτερο, η Βερόνικα δεν ήταν από τους ανθρώπους που αρρωσταίνανε. Δεν θα το επέτρεπε ποτέ στον εαυτό της.
Το ύφος του γιατρού σοβαρό, αγέλαστο και σκεφτικό.
-Σκλήρυνση κατά πλάκας, ήταν τα λόγια που ξεστόμισε.
Τρεις λέξεις που η δύναμη τους ήταν ισχυρότερη και από πυρηνική βόμβα. Ένας βουβός λυγμός και ένα πρόσωπο που σκοτείνιασε. Αυτό είναι το μόνο που μου έχει μείνει από εκείνη την στιγμή, όλα τα υπόλοιπα είναι συγκεχυμένα στο μυαλό μου, σκόρπιες εικόνες σαν διαλυμένο πάζλ.
Το επόμενο που θυμάμαι είναι ο εαυτός μου σε ένα μπαρ να έχω γίνει λιώμα από το ποτό. Τι υποκρισία θεέ μου! Μέχρι και σήμερα, οι φίλοι μου πιστεύουν ότι έγινα έτσι για την κατάστασή της. Εν μέρει έχουν δίκιο, μα η αλήθεια είναι ότι φοβήθηκα για μένα. Αγνοούσα επιδεικτικά το μαρτύριο της, τις ώρες που ήταν μόνη της με τον φόβο για τον καινούργιο της εχθρό. Το ήξερα πως οι μέρες που θα ακολουθούσαν θα ήταν δύσκολες, επώδυνες για εκείνη. Ένα φορτίο που δεν είχα την πρόθεση να κουβαλήσω. Ίσως να μην είχα το κουράγιο…
Το γέλιο τελείωσε και άρχισε η σιωπή. Απέφευγα να την συναντήσω, να της μιλήσω, δεν σήκωνα το τηλέφωνο. Ώσπου μια μέρα ,με ένα απλό γραπτό μήνυμα, της ζήτησα να χωρίσουμε. Αντρίκια πράματα…
Ανάβω κι άλλο τσιγάρο.
Πέρασε καιρός από τότε. Δεν προσπάθησε να επικοινωνήσει μαζί μου μα ούτε και εγώ. Είχα δικαιολογήσει τον εαυτό μου ότι ξεγλίστρησα από μια δύσκολη κατάσταση, μα η αλήθεια είναι ότι απλά είμαι δειλός. Γύρισα την πλάτη μου όταν με είχε πραγματικά ανάγκη, σε δύο μάτια που ζητούσαν απεγνωσμένα συμπαράσταση, ένα «όλα θα πάνε καλά» και ας το ξέραμε και οι δύο πως ήταν ψέμα.. Την δύναμη την είχε εκείνη που μπόρεσε παρόλα αυτά να ξαναχαμογελάσει.
Την νιώθω πια την προδοσία στο πετσί μου. Όταν την ξανάδα, χαμογελούσε. Και ήταν τότε που μετάνιωσα για ότι είχα κάνει, τώρα που την είδα ξανά δυνατή.
Μετανιώνω την κάθε στιγμή που δεν την είχα δίπλα μου. Θα ήταν ανώφελο να γυρίσω, δεν θα καταδεχότανε καν να μου μιλήσει. Δεν την αδικώ, δεν με χρειαζότανε πια. Έμαθε με τον άσχημο τρόπο ότι δεν είχε ανάγκη από δεκανίκια αλλά από δύο γερά πόδια να πατήσει σταθερά στην γη, δυο φτερά να την σηκώσουν.
Άρχισα να λέω τις ηλίθιες δικαιολογίες στον εαυτό μου για να παρηγορήσω τον εγωισμό μου. Θα βρει κάποιον καλύτερο, δεν της άξιζα και όλα αυτά τα γλυκανάλατα. Και στο κάτω –κάτω δεν έφταιγε η αρρώστια, ήθελα από καιρό να της το πω. Είχα κουραστεί από όλα αυτά, ήθελα να μείνω μόνος με τον εαυτό μου. Ναι, αυτό ήταν, ένιωσα προς στιγμή την ψευδαίσθηση του γαληνεμένου νου.
Κοιτάω στο βάθος και κάνω ατέρμονες διαδρομές, στην πόλη, στο μυαλό μου. Πετάω το τσιγάρο στο χώμα και ας μην έχει τελειώσει.
Αηδίασα…
http://veronikaapostolou.gr/mia-klise-istoria/