«Δεν θέλω να υποσχεθώ τίποτα γιατί τη Δευτέρα θα λάβω την εντολή» ήταν το κεντρικό μήνυμα του Βαγγέλη Μεϊμαράκη από τη Θεσσαλονίκη, απ’ όπου απέφυγε να δώσει συγκεκριμένες υποσχέσεις, αν και δεσμεύτηκε για σκληρή δουλειά, συνεννοήσεις και συναινέσεις. Ο πρόεδρος της ΝΔ, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης τύπου _διάρκειας περίπου τριών ωρών και τριάντα λεπτών_ που παραχώρησε το μεσημέρι της Κυριακής στο Συνεδριακό Κέντρο, Ι.Βελλίδης, έστειλε εκ νέου μήνυμα για κοινή προσπάθεια την επόμενη των εκλογών, στα πλαίσια μιας κυβέρνησης συνεργασίας, με το βλέμμα στους αναποφάσιστους που προτιμούν ένα συμμαχικό κυβερνητικό σχήμα την επόμενη μέρα.
Για μια ακόμη φορά ο κ. Μεϊμαράκης έθεσε τα διλήμματα των εκλογών, εμφανίστηκε βέβαιος για τη νίκη της Ν.Δ., ευελπιστώντας στην θετική στάση τμήματος των αναποφασίστων και στην μείωση της αποχής και είναι ζητούμενο πλέον εάν με την εμφάνισή του στη ΔΕΘ, ομιλία και συνέντευξη τύπου, έπεισε ότι μπορεί να τον εμπιστευτούν οι έλληνες πολίτες. Ο ίδιος τόνισε βέβαια, πως έχει αποδείξει πως αναλαμβάνει ευθύνες και είναι στην πρώτη γραμμή, αλλά αυτό μένει να φανεί εάν φθάνει για να του δώσει τον αέρα που χρειάζεται την τελευταία εβδομάδα.
Για δεύτερη φορά σε δυο μέρες, ξεκαθάρισε, όπως έκανε και στην ομιλία του στους παραγωγικούς φορείς, ότι ίδιος θα είναι Πρωθυπουργός, ενώ σημείωσε με έμφαση πως θα επιδιώξει τη μέγιστη δυνατή συναίνεση και αναφέρθηκε σε κυβέρνηση ικανών προσώπων και εξωκοινοβουλευτικών.
Σε πολλά σημεία της συνέντευξης ο κ. Μεϊμαράκης, υπό το δόγμα, ότι “θα είμαστε συνεπείς σε ότι έχει δεσμευτεί η χώρα” ήταν αρκετά φειδωλός και συνέδεσε τις όποιες διορθωτικές κινήσεις σε διάφορα πεδία με την βελτίωση των οικονομικών δεδομένων της χώρας, ενώ αίσθηση έκανε όταν είπε πως δεν υπάρχει διαπραγμάτευση, αλλά μόνο βελτίωση των όρων της συμφωνίας.
Συγκεκριμένα, ο κ. Μεϊμαράκης μίλησε για σταδιακή ενίσχυση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, ειδικά εάν η ύφεση φέτος αντί για –3% πέσει είτε στο –2% είτε στο –1% (σ.σ. είπε πως ότι περισσέψει θα πάει προς τα εκεί) ,για την επανεξέταση του ΕΚΑΣ, την μη φορολόγηση του εισοδήματος των κατά κύριο επάγγελμα αγροτών, για προσλήψεις στην υγεία και παιδεία, την μισθολογική αποκατάσταση των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων, τον επαναπροσδιορισμό των κινήτρων για πολύτεκνες ή τρίτεκνες οικογένειες, εάν βελτιωθούν τα δημόσια οικονομικά. Ειδικά για το συνταξιοδοτικό είπε ορθά-κοφτά ότι «στο σύνολό του δεν μπορούμε να κάνουμε απολύτως τίποτα» και στη συνέχεια διευκρίνισε τουλάχιστον έως το 2016.
Πολλές φορές προέβαλλε το χαρτί της συνεννόησης και της συναίνεσης, θέλοντας να ενισχύσει το επιχείρημα ότι η επόμενη μέρα της χώρας που έχει την τελευταία της ευκαιρία, όπως είπε, περνάει μέσα από τις κυβερνήσεις συνεργασίας και την εξεύρεση κοινού τόπου σε μια σειρά ζητημάτων και της καθημερινότητας.
Μάλιστα, σε αρκετά σημεία με τα επιχειρήματα που έθετε, ήταν εμφανές πως ήθελε να ενισχύσει τη δική του εικόνα ως εν δυνάμει πρωθυπουργού και να πείσει πως μπορεί αυτός να χειριστεί καλύτερα τα θέματα την επομένη των εκλογών από τον οποιοδήποτε και κυρίως πολύ καλύτερα από τον Αλέξη Τσίπρα, στον οποίο επιτέθηκε με σφοδρότητα πάρα πολλές φορές.