Κατά τον Πρώτο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Διηγήματος, ο οποίος διοργανώθηκε από το αθηναϊκό περιοδικό «Το Κοράλλι», από τον Οκτώβρη του 2018 έως τον Μάιο του 2019, και στον οποίο συμμετείχαν εκατοντάδες συγγραφείς από όλη την Ελλάδα, βραβεύτηκαν τα 26 καλύτερα διηγήματα, ανάμεσα τους και το διήγημα «Φονικό αλάτι» του πολυβραβευμένου Καστοριανού συγγραφέα Νίκου Δόικου.
Τα 26 παρουσιάζονται και σε ειδική έκδοση με τίτλο
«26 βραβευμένα διηγήματα» – «1ος Πανελλήνιος Διαγωνισμός Διηγήματος».
Διπλή τιμή για την Καστοριά και η παρουσία της διηγηματογράφου Χρυσούλας Πατρώνου Παπατέρπου μεταξύ των 26 .
1ος ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ
περιοδικό «το Κοράλλι»
Οκτώβρης 2018 – Μάιος 2019
Νίκος Δόικος – Φονικό αλάτι
«Στις ηλιόλουστες αμμούδες τού νησιού, γέμιζαν με
θαλασσινό νερό τις διάσπαρτες ρηχές πήλινες δεξαμενές,
η κάθε μια μεγάλη ίσα μ’ ένα παλάτι,κι όταν το θαλασσόνερο
εξατμίζονταν, αστραφτερό αλάτι απλώνονταν στις αλυκές τής Σικελίας.
Δώρο τού θεού των θαλασσών, απόσταγμα τής αρμυρής πελαγίσιας ανάσας.
Άγρια χαράματα ξυπνούσαν οι εργάτες. Αλατεργάτες, salinieri τούς ελέγανε. Φτυαρίζοντας κοσκίνιζαν αληθινό θησαυρό, πριν τούς προλάβει ο μεσημεριανός ήλιος τής Μεσόγειου, γιατί τα μάτια δεν αντέχουν σε τούτον τον φλογισμένο κατάλευκο κάμπο. Ακόμα κι αν φοράς ψάθινο πλατύγυρο καπέλο, σ΄ένα λεπτό τυφλώνεσαι από την πυρωμένη αχλή και το καθρέφτισμα τριγύρω.
Σκληρή δουλειά μα καλοπληρωμένη. Ψωμί, τυρί και σκόρδο, λίγη ντομάτα, τις καλές σοδιές, κάποτε ξεραμένα σύκα και νερωμένο κρασί, μα πάντα με έναν παλιό σκοπό στα χείλη, ένα είδος εμβατήριου τού σιναφιού, που τραγουδιέται από παππού σ’ εγγόνι, τα χρόνια να περνούν, χρυσάφι να γιομίζει το πουγκί τού Έπαρχου, να φέρνουν βόλτα τα νοικοκυριά τη ζήση τους, παρέα με την αρμύρα.
Μα ένα πρωινό ξαφνιάστηκαν σαν είδαν να μαυρίζει η
θάλασσα ρωμαίικες γαλέρες. Θά΄τανε χίλιες πάνω κάτω.
Άραξαν στην αμμούδα να φορτώσουν, λέει, αλάτι φρέσκο ακατέργαστο.
Έρχονταν και ξανάρχονταν. Ώσπου, με τον καιρό, ένας Σαμιώτης κωπηλάτης που τον φιλέψαν σύκα και κρασί, ξεδίψασε, ξεθάρεψε και τα μαρτύρησε όλα. Ο γενναίος Σκιπίων Αιμιλιανός, το ψυχοπαίδι τού Σκιπίωνα τού Αφρικανού, τής Καρχηδόνας τη στρατιά είχε αφανίσει κι ευθύς διέταξε τους λεγεωνάριους (άλλο που δεν θέλανε) να λεηλατήσουνε την πόλη για δέκα ολόκληρες μέρες κι αφού μετά το πλιάτσικο την πυρπολήσουν, να τη γκρεμίσουν,πέτρα
πέτρα, κολώνα κολώνα.
Έτσι κι έγινε.
Τώρα λοιπόν, με απόφαση και βούλα τής Συγκλήτου,
ο Αιμιλιανός σκόρπιζε αλάτι στα καρχηδονικά χωράφια, καρπός εκεί να μην ξαναφυτρώσει, άνθρωπος να μην σαρκωθεί, να ερημώσει ο τόπος μια για πάντα.
Στους σαλινιέρηδες ετούτα τα μαντάτα δεν αρέσαν. Τόσες
γενιές είχανε μάθει απ΄τον ιδρώτα τους πάντα καλό να βγαίνει.
Έτσι σαν έφυγε ο Σαμιώτης, μαζεύτηκαν καμιά τριανταριά
στη μόνη σκιερή αγκαλιά τού εργοτάξιου, ένα παλιό
ξύλινο κεραμοσκέπαστο υπόστεγο, όπου, όταν ψηλά
μεσουρανούσε ο ήλιος, ο γεροντότερος έκοβε με καθαρά
χέρια το ψωμί – ο μόνος υποχρεωμένος να πλένει τα χέρια του
πριν πιάσει το ψωμί – κι όλοι μαζί απολάμβαναν τα λιτά τους
γεύματα.
Εκεί, στα σκιερά, πείρε το λόγο ένας Θρακιώτης
απελεύθερος μονομάχος, παλιός πρωταθλητής στην τρίαινα.
Είχε σπαταλήσει όλα τα χαρισμένα από θαυμάστριες χρυσά
φιλοδωρήματα στα μυστικά συμπόσια και τα πορνεία τής Ρώμης
και απένταρος ήρθε να βρει δουλειά στις αλυκές.
Χωρίς να μασάει τα λόγια του, πρότεινε στάση εργασίας.
Να μη παραδώσουν αλάτι στον Αιμιλιανό.
Να μη σώσει κι ερημώσουν τα χώματα τής Καρχηδόνας.
Δειλά δειλά στάθηκαν πλάι του ένας ένας κι άλλοι αρχάριοι
στασιαστές εξοργισμένοι μνημονεύοντας φίλους και
συγγενείς που είχαν κατά τα μέρη τής Καρχηδόνας,
ενισχύοντας έτσι το επαναστατικό κλίμα τής ομήγυρης .
Κι ενώ καλά κρατούσεν ο διάλογος και φούντωνε σιγά σιγά η εξέγερση, ένας από τους επιστάτες, ο Κόϊντος, έμπιστος κι αγαπητός στους αλατεργάτες, γι αυτό και συχνά τον καλούσαν στη συντροφιά, πήρε το λόγο :
– Ξέρετε βρε κρυφοθαυμαστές τού Αννίβα πόσοι Μακεδόνες, Ιλλυριοί και Θράκες και, τώρα τελευταία, πόσοι Νούβιοι πρόσφυγες εκλιπαρούν τους βοηθούς τού Έπαρχου για μια οποιαδήποτε δουλίτσα στις αλυκές ; Αν μάθει πως αρνηθήκατε να υπακούσετε σε έναν Λεγάτο τού ρωμαϊκού στρατού θα βρεθείτε στους πέντε δρόμους.Τι θα τρώνε τα παιδιά σας; Ποιος θα πληρώσει τα έξοδα σου αδερφέ απελεύθερε τώρα που φεύγει ο πρωτότοκος για τη σχολή τών μονομάχων; Που θα βρείτε δουλειά ; Πως θα ζήσετε ;
Oi σαλινιέρηδες σοβάρεψαν.Τα λόγια τού Κόϊντου έπεσαν βαριά σαν τσουβάλι γιομάτο αλάτι. Ίσως είχε δίκιο, σκέφτηκαν. Ακόμα κι ο Θρακιώτης καθοδηγητής φαινόταν ανήσυχος και προβληματισμένος.
Κοιτάχτηκαν αναμεταξύ τους και κούνησαν τα κεφάλια συμφωνώντας. Τι να κάμουν οι έρμοι, καλός ο σκοπός μα πιο καλό το βόλεμα στις αλυκές.
Έτσι κι αποφάσισαν.Η διαταγή διαταγή και τα σκυλιά δεμένα.
Ο Αιμιλιανός θα έπαιρνε το αλάτι του, ο Έπαρχος θα γέμιζε και πάλι το πουγκί του, οι κτηματίες θα μετρούσαν τα
χρυσά από τα ενοίκια κι οι σαλινιέρηδες θα τάϊζαν τα στόματα
που όλο και πληθαίναν.
Κάθονταν μόνο σκυθρωποί και συλλογίζονταν, πόσο εύκολα γίνεται όπλο το αγαθό, πώς ξέπεσε τ’αλάτι τους να γίνει φονικό, να σπέρνει την ερήμωση και πώς η τέχνη τους κατάντησε κατάρα κάποιων έρμων νικημένων.
Από μακριά, μες στο λιοπύρι, ίδιος δροσουλίτης, πλησίαζε τρέχοντας ο Σαμιώτης κωπηλάτης, απεσταλμένος τού Λεγάτου, να δει τί στο καλό γίνεται και αργεί το φόρτωμα. Έτρεξε και τον πήρε παραμάσχαλα ο επιστάτης, παράμερα, μην πάρει τ’αυτί του τίποτα από τα συνωμοτικά, τάχα να ελέγξουν την κατάσταση.
Στο σκιερό υπόστεγο ο απελεύθερος, ανήμπορος να κρύψει τη συγκίνηση του, έκλεισε τη συζήτηση με λίγα λόγια χαμηλόφωνα :
– Αδέρφια, μη λυπάστε. Με τ’ αλάτι μεγαλώνουν τα παιδιά μας και με το καλό τα δικά τους παιδιά.Ποιος ξέρει ίσως τα τρισέγγονά μας ν’ αξιωθούνε κάποτε με τον ιδρώτα τους να υπηρετούν καλύτερα το δίκιο και μόνο το δίκιο.Πάμε τώρα να φτυαρίσουμε και σε όποιον κοσκινίσει περισσότερο οι άλλοι τσοντάρουν μια κούπα κρασί.
Κείνη τη μέρα γέμισαν με θαλασσινό νερό και λίγο δάκρυ τις ρηχές πήλινες δεξαμενές, η κάθε μια μεγάλη ίσα μ’ ένα παλάτι, κι όταν σιγά σιγά εξατμίστηκε, αστραφτερό αλάτι απλώθηκε, γι ακόμα μια φορά, στις αλυκές τής Σικελίας».