Είναι η ηρεμία κατά την πτώση; Τα παγωμένα χέρια; Η απόκοσμη ησυχία; Τα παιχνίδια με φίλους; Η θέα του μέσα από το παράθυρο; Οι βόλτες; Ζητήσαμε από ανθρώπους της Καστοριάς και του Άργους Ορεστικού να μας γράψουν μια δική τους ανάμνηση με σημείο αναφοράς το χιόνι.
Επιμέλεια άρθρου: Χριστίνα Αγγελή, Μάρκος Πετρόπουλος
βδομήντα εκατοστά χιόνι ήταν αρκετό για να καλύψει κάθε φυσική ομορφιά στη μέση του νεκρικού χειμώνα, στο πάντα γραφικό Νιχώρι του Κ.Π. Καβάφη, όπου ξυπνάει η φύση σαν υπόσχεση προς τους Βοσπορινούς Ρωμιούς. Ήταν ικανό για να ξυπνήσει θύμισες μιας άλλης εποχής, προ είκοσι ετών. Η ζωή δεν σταματά, καθώς εισβάλει σαν το φως απ’ το παράθυρο του ψύχους, όπως εισέρχεται το φως απ’ τα παράθυρα των μυστηρίων, που συντηρούν και προάγουν την ζωή και την δημιουργία.
+ Αρχιμ. Αγαθάγγελος Σίσκος, Βιβλιοφύλαξ των Πατριαρχείων
ερπατώντας πάνω σε αναμνήσεις και χιονισμένους δρόμους, γλίστρησα σε ένα παγωμένο όνειρο.
-Εϊ ,σα να μου φώναξε κάποιος . Χορεύουμε;
Και ήταν αυτός , αυτός ο παγωμένος μου φίλος με το πιο ζεστό χαμόγελο, που μου κρατούσε συντροφιά ανάμεσα από το τζάμι που μας χώριζε.
Άρρωστη τον πιο κρύο χειμώνα θαρρώ και εγώ παιδάκι γεμάτη χαρά περίμενα το χιόνι που θα έπεφτε βάση της πρόβλεψης καιρού , όμως τα λόγια της μητέρας μου ορθά κοφτά με έστειλαν στο κρεβάτι μου για ύπνο .
-Δεν θα βγεις έξω το απαγορεύει ο γιατρός .
Ξημέρωσε… Τίναξα από πάνω μου το πάπλωμα που μου ζέσταινε τα νυχτερινά μου όνειρα και έτρεξα στο παράθυρο μου. Εκεί έστεκε και με περίμενε με το πιο ψυχρό-ζεστό χαμόγελο που είχα ξανά δει . Κεφάλι ολοστρόγγυλο άσπρο , κορμί και πόδια το ίδιο. Μάτια δυο κάστανα , μύτη ένα καρότο , ένα φύλλο για χαμόγελο , χέρια κλωναράκια ξύλου και το πολύχρωμο κασκόλ μου περασμένο στο λαιμό του να τον ζεσταίνει. Και ένα ασυνήθιστο μαύρο καπέλο να του χαρίζει μια επίσημη πινελιά.
-Θες να χορέψουμε; μου ψέλλιζε και γλιστρούσαμε αγκαλιά πάνω στην παγωμένη μου αυλή χορεύοντας το βαλς των παιδικών μου χρόνων.
Αναστασία Λιάπη
ταν Γενάρης με μια ησυχία σαν αυτές που προμηνύουν τις μεγαλύτερες φυσικές καταστροφές. Στο σπίτι, χωρίς σκέψεις. Μόνο με την αγωνία της επερχόμενης καταστροφής. Αυτή όμως ήταν ήδη μέσα μου. Νύχτωσε και το βλέμμα μου καρφωμένο στο παράθυρο, βλέπει έντονο χιόνι να πέφτει. Ξαφνικά! Όπως ακριβώς γίνονται οι καταστροφές. Περνάει ώρα και το τοπίο γίνεται κάτασπρο. Πυκνές νιφάδες ξεκινούν το ταξίδι τους και καταλήγουν στο έδαφος. Τις παρατηρώ και σκέφτομαι πως γίνονται το παράδειγμα μου. Μου διδάσκουν πως δεν νοιάζονται που θα προσγειωθούν ή αν σε λίγη ώρα θα λιώσουν. Απολαμβάνουν τη διαδρομή τους. Δεν φοβούνται. Έτσι εύθραυστες, ευάλωτες. Με ξυπνούν. Μου μαθαίνουν πως όσο ευάλωτος ή εύθραυστος κι αν είσαι, αυτό δεν σου στερεί σε τίποτα από το να δοκιμάσεις, να ταξιδέψεις, να γευτείς το εδώ και το τώρα.
Βασίλης Κιοσσές
υτές οι μέρες, μου θυμίζουν έντονα τα παιδικά μου χρόνια! Βάζαμε τα χοντρά μας… Και παίζαμε χιονοπόλεμο με τα φιλαράκια μου, μέχρι τελικής πτώσεως. Τότε ανέβαινα σπίτι, άνοιγμα τον θερμοσυσσωρευτή του σπιτιού και καθόμουν δίπλα του, να με χτυπά ο ζεστός αέρας με τις ώρες!
Γιάννης Τσότσος
εντονότερη ανάμνηση που μου ‘ρχεται στο νου όταν βλέπω χιόνι είναι κωμικοτραγική. Θυμάμαι ήμουν στο γυμνάσιο, είχε χιονίσει πολύ, είχε πιάσει η νύχτα και το χιόνι άρχισε να παγώνει κι εγώ με μια παρέα φίλων έπρεπε να κατέβουμε με τα πόδια από την Ομόνοια στη Βαν Φλιτ. Χάσαμε κυριολεκτικά τον αριθμό από τις τούμπες που φάγαμε κι όταν φτάσαμε τελικά στον προορισμό μας ευχαριστήσαμε την καλή μας τύχη που ήμασταν ακόμα αρτιμελείς χωρίς να έχουμε σπάσει κάποιο χέρι ή πόδι. Ίσως λίγο επώδυνη τότε εμπειρία, αλλά πλέον σήμερα με το πέρασμα του χρόνου διασκεδαστική.
Παναγιώτης Κωστούλας
“ Ουάρντα – وَرْدَة”
εν είχε δει χιόνι ποτέ ή για να ακριβολογώ όλα της ήταν λίγο πολύ άγνωστα στο νέο τόπο που βρέθηκε εξαιτίας της προσφυγιάς. Κλεισμένη στο «κουκούλι της ψυχής της», με το κρύο να πιρουνιάζει το έξω της και να αδυνατεί να ζεστάνει το μέσα της ξύπνησε σαν από λήθαργο ακούγοντας τις παιδικές φωνές από τη γειτονιά. Κοντοστάθηκε! Άνοιξε το παράθυρο και κοίταξε γύρω της. Σήμερα, η φύση είχε φορέσει τα λευκά της. Το πρωτόγνωρο θέαμα την καλούσε να αφήσει πίσω το γκρίζο της νέας της καθημερινότητας. Αναθάρρησε και με δυο δρασκελιές βρέθηκε έξω αναζητώντας στο λευκό του χιονιού την αγνότητα των ονείρων της. Η παιδική της καρδιά ύστερα από καιρό λαχταρούσε να κερδίσει λίγα λεπτά ξεγνοιασιάς. Αφέθηκε στη μαγεία του παιχνιδιού να τη συνεπάρει! Το χρωστούσε στον εαυτό της. Καθώς πλησίαζα την είδα να ζωγραφίζει όλα όσα της έλειπαν στο χιόνι. Ξάφνου, ότι η γλώσσα καθιστούσε ανείπωτο απέκτησε σχήμα και μορφή. Το λευκό αποτύπωμα της ψυχής της με καλούσε να αναλογιστώ όλα αυτά που εγώ θεωρούσα δεδομένα. Χαμογέλασα! Τα βλέμματα μας συναντήθηκαν στην πληρότητα της στιγμής!
Χριστίνα Αγγελή
Χιονοχήματα
ίμαστε κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Στο σχολείο του χωριού περιμένουμε πώς και πώς να τελειώσει το μάθημα για να ξεχυθούμε στο παιχνίδι. Έξω χιονίζει και πίσω από το κτίριο του σχολείου υπάρχει μια πλαγιά με μεγάλη κλίση. Εκεί μας περίμεναν τα αυτοσχέδια τσουβαλένια μας έλκηθρα. Πλαστικές συσκευασίες από τα λιπάσματα των αγροτών πατεράδων μας παραγεμισμένα με άχυρο, τα οποία καβαλάγαμε και γλιστρούσαμε πάνω στον χιονισμένο κατήφορο.
Το κουδούνι χτύπησε και με την παρέα τρέξαμε κατευθείαν εκεί. Ξέραμε ότι οι μανάδες μας θα μας κατσάδιαζαν πάλι επειδή δεν πήγαμε σπίτι για φαγητό και ήμασταν άλλη μια φορά μουσκεμένοι και παγωμένοι. ‘Αλλά η πρόκληση ήταν μεγάλη. Πώς να αντισταθείς στη μαγεία του παγωμένου λευκού όταν η μέρα του χειμώνα είναι τόσο μικρή;
Πάνω στο χιόνι τα τσουβαλένια έλκηθρα ζωγράφιζαν τεθλασμένες καμπύλες γραμμές. Ήταν μια πίστα πάνω στην οποία τσουλάγαμε, κάνοντας κόντρες για το ποιος είναι ο περισσότερο γενναίος που θα αψηφήσει την δύναμη της βαρύτητας και θα καταλήξει να κουτρουβαλιάζεται στα χιόνια από την ταχύτητα και την αστάθεια του χιονοχήματός μας.
Είναι από αυτές τις εμπειρίες που όλοι μας ως παιδιά ανακαλύπταμε το νόημα της κάθε στιγμής έξω από την φυλακή του σχολείου.
Σάκης Καρανικολόπουλος
ταν μια απλή χειμωνιάτικη μέρα. Όλοι περιμέναμε τα πρώτα χιόνια να κάνουν την εμφάνιση τους αλλά όλο αργούσαν. Θυμάμαι εκείνο το βράδυ, οι πρώτες νιφάδες είχαν κάνει την εμφάνιση τους παγωμένες στην πόλη μας. Κανείς δεν περίμενε ότι το πρωί θα είχαν γεμίσει οι δρόμοι με τόσα πολλά χιόνια! Το τοπίο ήταν μαγικό! Σαν ζωγραφιά! Παιδιά έξω στις γειτονιές χαίρονταν παίζοντας με το χιόνι κάνοντας χιονάνθρωπους αλλά και δημιουργώντας μικρές πίστες τσουλήθρας. Κάποιοι άνοιγαν μονοπάτια στις αυλές των σπιτιών τους. Είχε πολύ χιόνι. Θυμάμαι χαρακτηριστικά με φίλους είχαμε πάρει τα πέδιλα του σκι και βγήκαμε στους δρόμους όπου δημιουργώντας στίβες χιονιού κάναμε μεγάλα άλματα. Επίσης ένας φίλος μας τραβούσε με το αυτοκίνητο του και εμείς κρατώντας ένα σχοινί κάναμε από πίσω σκι. Μοναδικές και απίθανες χιονισμένες στιγμές χαραγμένες στο μυαλό.
Σταύρος Θεοδοσόπουλος
Μια κάποια παραμονή πρωτοχρονιάς
κείνο το βραδάκι, νωρίς άρχισε να χιονίζει. Το χιόνι έπεφτε πυκνό και αποφασισμένο. Και η γη, κουρασμένη από το κρύο, το δέχτηκε αδιαμαρτύρητα. Πρώτα σκεπάστηκαν τα τζάμια των αυτοκινήτων και καθώς οι νιφάδες χορεύανε ένα φανταστικό χορό στα φώτα της πόλης σιγά-σιγά σκεπάζανε τα πάντα. Όσοι είχαν την τύχη να αποκοιμηθούνε κοιτάζοντας πίσω από τα τζάμια την χιονισμένη πολιτεία, ξύπνησαν με ένα ευτυχισμένο χαμόγελο στα χείλη τους.
Το πρωί το χιόνι άστραφτε καλοσυνάτα, σαν παιδί χαρούμενο που θέλει παιχνίδια. Η μέρα συγυρισμένη και ντυμένη κάτασπρα, με μια ομίχλη στην σωστή της δόση, χαμογελούσε και αυτή. Οι άνθρωποι που ήταν εκείνη την ώρα έξω για λίγο ξεχάσανε τα βάσανά τους και ξεσκονίσανε από μέσα τους το κομμάτι του εαυτού τους το γεμάτο αγάπη: «καλημέρα, χρόνια πολλά», λέγανε ο ένας στον άλλον και ας μην γνωρίζονταν καθόλου.
Στα στενά δρομάκια τα παιδιά παίζανε χιονοπόλεμο και κάνανε χιονάνθρωπο. Τα μάγουλά τους βάφανε το άσπρο της μέρας με το κόκκινο της άφατης χαράς και ήτανε ένα θαύμα να τα χαζεύεις. Άντρες, συνήθως σκυθρωποί, δίνανε με αυθόρμητη συμπαράσταση την σκούπα τους στον ιδιοκτήτη του διπλανού αυτοκινήτου για να το καθαρίσει από το χιόνι, «καλή χρονιά να έχουμε γείτονα» εύχονταν ο ένας στον άλλον.
Τότε στο βάθος του ουρανού φάνηκε ένα χλωμό φως και ένα μικρούτσικο κομμάτι του από το πιο όμορφο γαλάζιο. Κάτω η λίμνη έλαμπε παγωμένη, με μια θαμπάδα εκπληκτική, καθώς την χάιδευε η ομίχλη και σιγά-σιγά την αποχαιρετούσε. Πολύ γρήγορα, βίαια σχεδόν, ξεπρόβαλε ό ήλιος, ζεστός και αλαζόνας, και τότε το χιόνι άρχισε να λιώνει. Σαν να ξυπνούσαν από παραμύθι όλα μεμιάς αρχίσανε να συνέρχονται. Οι νοικοκυρές θυμηθήκανε τις προετοιμασίες για την γιορτή, οι μανάδες μην κρυώσουν τα παιδάκια τους από τις ξάπλες στο χιόνι, τα πεύκα να αφήσουνε να πέσει από πάνω τους το άσπρο φορτίο χιονιού και όλοι κλείσανε μέσα τους σαν θησαυρό τις χιονισμένες στιγμές που ζήσανε.
Ήτανε παραμονή πρωτοχρονιάς του 2012…
Ντίνα Αγράμπελη
ι άνθρωποι του χιονιού δε φοβούνται, ξέρεις τον χειμώνα. Δε μαντρώνουν τα σπίτια τους, δεν κλειδαμπαρώνουν τις θύρες τους. Αφήνουν παράθυρα ανοιχτά’ να μπάζουν εκκρεμότητες από παντού. Γιατί μήτε αυτές φοβούνται. Μάθαν, βλέπεις, να ζουν με διάσπαρτα «αν» και «όταν» στους λογαριασμούς.
Οι άνθρωποι του χιονιού δεν τρέμουν σύγκορμοι στις ελάχιστες θερμοκρασίες. Αμπαλάρουν την καρδιά τους προσεχτικά, τη στριμώχνουν κάτω από βαριά πανωφόρια να μη κρυώνει. Τη ζεσταίνουν καλά μη και η ικμάδα της απελπισίας τη σιγοντάρει και την παρασύρει μαζί της.
Οι άνθρωποι του χιονιού έχουν ξεπλύνει προ πολλού άπιαστα όνειρα σε θάλασσες βαθιές. Δε ζουν σ΄ έναν Αύγουστο αιώνιο. Ζουν το παρόν. Δεν ανασαίνουν βαριά και δε μισούν τις πρόωρες νύχτες του χειμώνα. Γιατί, βλέπεις, ξέρουν πως οι νύχτες έρχονται πιο γρήγορα χωρίς όνειρα με φόβο και αναμονή.
Οι άνθρωποι του χιονιού απέχουν παρασάγγας απ’ τους κείνους του καλοκαιριού. Αγαπούν την πρωινή αχλή του χειμώνα. Την καχεκτική και χλεμπονιάρα ατμόσφαιρα. Έμαθαν, ξέρεις, να βλέπουν καλύτερα ανάμεσα σε θολούρα. Δεν αποζητούν το μελιχρό φως του ήλιου. Ξέρουν πως καθετί έρχεται στην ώρα του.
Οι άνθρωποι του χιονιού δεν επαναπαύονται στην εύκολη ευτυχία του καλοκαιριού. Αγαπούν τους χειμώνες, παλεύουν και πλάθουν ήλιους ανάμεσά τους…
Μαριλένα Μπουμπάρη
*Οι δύο φωτογραφίες που συνοδεύουν το αφιέρωμα είναι της κ. Αναστασίας Λιάπη