Οι καλικάντζαροι

Οι καλικάντζαροι

«Χαρά, αν θέλεις κάτι να μου πεις…»

«Όχι σήμερα, Σοφία, σε παρακαλώ, όχι σήμερα».

Γύρισαν στο σαλόνι. Καθισμένοι όλοι γύρω από τις κούτες με τα χριστουγεννιάτικα στολίδια. «Τι περίεργο…», σκέφτηκε η Χαρά, «25 Δεκεμβρίου πού αλλού θα μπορούσες να δεις κούτες με στολίδια;».  Τους παρατηρούσε έναν – έναν. Της ερχόταν να κλάψει. Από χαρά. Και από ευγνωμοσύνη για όλους αυτούς που είχε γύρω της.

stella
Της Στέλλας Αναστασοπούλου

Σκεφτόταν. Τους ήξερε καλά. Τους ήξερε χρόνια. Η Σοφία περνούσε πάντα τα Χριστούγεννα με την οικογένειά της. Ο Γιάννης έκανε «το πάρτυ της χρονιάς» στο σπίτι του. Η Ελένη συνήθως ταξίδευε. Ο Γιώργος έδινε το παρών σε όλα τα ξενυχτάδικα της πόλης. Η Αναστασία, τυπική και καθωσπρέπει, επισκεπτόταν όλους τους Χρήστους και τις Χριστίνες του κύκλου της. Κάθε χρόνο οι ίδιες συνήθειες. Φέτος, όμως, όλοι εδώ. Γύρω από τα στριμωγμένα στολίδια και τα σβηστά φωτάκια.

«Να κάνω μια αγκαλιά στον καθένα θέλω», σκεφτόταν η Χαρά. «Χωρίς να με πάρουν τα ζουμιά. Όχι, όχι.. Θα με περάσουν για τρελή. Θα καταλάβουν. Δεν τους έχω συνηθίσει σε τέτοια», σκεφτόταν και οι σκέψεις αυτές της έφερναν ένα γλυκό χαμόγελο.

«Άντε, ρε Χαρά», φώναξε ο Γιάννης και την έβγαλε από τον λαβύρινθο των σκέψεών της. «Βάλε μουσική! Το έχω για γρουσουζιά να μην χορεύω τα Χριστούγεννα!». Αυτό μόνο έφτασε για να αρχίσει το πάρτυ. Γέλια μέχρι δακρύων, φιγούρες χορευτικές που πρώτη φορά επινοήθηκαν εκείνο το βράδυ, ποτά μπλεγμένα καθώς το ένα μπουκάλι τελείωνε μετά το άλλο, αγκαλιές που έκρυβαν όλο το νοιάξιμο του κόσμου.

Σε μια από αυτές τις αγκαλιές η Χαρά δεν άντεξε και ξέσπασε σε κλάματα. Το ίδιο δευτερόλεπτο το μετάνιωσε. Έφυγε προς την τουαλέτα. Πριν προλάβει να κλείσει την πόρτα, ήρθε η Σοφία.

«Χαρά…»

«Πήγαινε μέσα, καλά είμαι» της χαμογέλασε και της χάιδεψε τρυφερά το χέρι.

«Πες μου…»

«Έλα μωρέ χριστουγεννιάτικα… Θα πάμε αύριο μεθαύριο για καφέ και θα τα πούμε. Δεν είναι τίποτα σοβαρό», προφασίστηκε η Χαρά και ήξερε πως η Σοφία δεν είχε πιστέψει ούτε μια λέξη. Και στα αλήθεια δεν είχε πιστέψει.

Κανείς δεν θυμάται να πει με λεπτομέρειες πώς τελείωσε εκείνη η νύχτα. Στον νου τους είχαν μείνει τα γέλια, οι χοροί και η ζεστασιά που οι ίδιοι δημιούργησαν ο ένας για τον άλλο.

Το επόμενο πρωί η Χαρά ξύπνησε. Μπήκε στο σαλόνι. «Τι χάλι μαύρο είναι αυτό;», σκέφτηκε και έβαλε τα γέλια. Ποτήρια άδεια, πατατάκια πεσμένα στο πάτωμα, στολίδια σκορπισμένα δεξιά και αριστερά και εκεί που άλλες χρονιές έστεκε περήφανα το δέντρο, ένα σημείωμα. «Περάσαμε τέλεια! Του χρόνου να το επαναλάβουμε! Αλλά μόνο αν η θεότρελη φίλη μας υποσχεθεί ότι θα έχει ξεστολίσει πριν φτάσουν τα Χριστούγεννα! Χαχαχαχαχα…».

Άφησε κάτω το σημείωμα και μαζί άφησε και τα δάκρυά της να κυλήσουν, χωρίς την αγωνία πως θα τη δουν ή πως θα τους στεναχωρήσει. Τους αγαπούσε αυτούς τους «καλικάντζαρους». Έτσι είχε αποφασίσει να τους λέει, όταν το προηγούμενο βράδυ τρύπωσαν στο σπίτι της από το πουθενά. Ήθελε να ξέρει πως είναι καλά. Αυτό της έφτανε. Κάποιες μέρες, όμως, σαν τη χθεσινή τούς αγαπούσε δυο φορές. Γιατί πώς να μην αγαπάς δυο φορές αυτόν που πριν του το πεις, το ξέρει. Το ξέρει πως πρέπει να είναι εκεί.

…………………

Δεκαπέντε μέρες μετά ψάχνοντας κάτι απλήρωτους, ξεχασμένους λογαριασμούς άνοιξε ένα συρτάρι και ήταν εκεί. Τα εισιτήρια για τη Νέα Υόρκη με ημερομηνία 24 Δεκεμβρίου. Και τα αποτελέσματα των εξετάσεών της με ημερομηνία 4 Ιανουαρίου. Πήρε μια βαθιά ανάσα και χαμογέλασε.

Άρπαξε το κινητό της και ετοίμασε γρήγορα μια ομαδική συνομιλία. Πολύ της άρεσε η τεχνολογία κάτι τέτοιες ώρες. Έγραψε: «Αγαπημένοι μου καλικάντζαροι! Τις παραμονές των γιορτών ανέβαλα το ταξίδι μου στη Ν. Υόρκη γιατί το φλερτ με τον θάνατο είναι πολύ απαιτητικό σπορ. Ο γιατρός ήταν κάθετος. Έπρεπε να νοσηλευτώ και να κάνω ένα σωρό εξετάσεις. Τις έκανα. Φοβήθηκα όσο ποτέ. Ένιωθα να τελειώνει η ζωή μου. Πριν καν προλάβω να πάω στη Ν. Υόρκη για τα πιο υπέροχα Χριστούγεννα της ζωής μου. Δεν υπήρχε για μένα τίποτα υπέροχο πια. Μόνο θλίψη και ματαίωση. Ελπίζω τώρα να καταλαβαίνετε τις κούτες στη μέση του σαλονιού. Μην μου κρατάτε κακία που δεν σας είπα τίποτα. Ήταν πολλοί οι λόγοι. Τώρα με σιγουριά σας λέω πως είμαι υγιέστατη. Και με ακόμα περισσότερη σιγουριά σας λέω πως για μένα είστε οι καλύτεροι γιατροί του κόσμου. Δεν ξέρω τι είχατε καταλάβει, αλλά σας ευχαριστώ που ήσασταν όλοι εκεί. Θα σας το χρωστάω μέχρι να πεθάνω. Χαίρομαι που μπορώ να το λέω αυτό, τώρα που ξέρω πως δεν θα πεθάνω σύντομα. Είστε φίλοι της καρδιάς! Σας αγαπώ!»

Οι απαντήσεις ήρθαν σχεδόν ταυτόχρονα από όλους.

Σοφία: Αν μου ξανακρύψεις κάτι τόσο σοβαρό θα σε σκοτώσω!!! Χαίρομαι όμως!

Ελένη: Χαρούλα, είσαι βαθιά νυχτωμένη αν νομίζεις ότι μπορείς να ξεγελάσεις τους καλικάντζαρους!!! Χαίρομαι για σένα!

Γιάννης: Δηλαδή του χρόνου όλα στολισμένα πάλι;; Να πάρει! Πλάκα κάνω μικρή! Όλα καλά από δω και πέρα!

Αναστασία: Τώρα θα σε μάλωνα πολύ… Αλλά έχε χάρη… Αααααχχχχ!! Love you!

Γιώργος: Μου χρωστάς μια μεγάλη βόλτα στα ξενυχτάδικα που έχασα για χάρη σου! Δεν το μετανιώνω Χαρικλάκι, μη μασάς! Ψηλά το κεφάλι!

Όταν η Χαρά έβαλε τις κούτες με τα στολίδια στη θέση τους, της παράπεσε μια σειρά με χριστουγεννιάτικα λαμπάκια. Τα έβαλε στην πρίζα και αποφάσισε να τα αφήσει εκεί για πολύ καιρό, γιατί έτσι της αρέσει και όχι γιατί έτσι πρέπει.

Επίσης, αποφάσισε να χαμογελάει πιο συχνά στη ζωή. Και ας χρειαζόταν να της χαμογελάσει 10 φορές, για να της επιστρέψει εκείνη η τσιγκούνα ένα μόνο χαμόγελο.

Το ταξίδι στη Νέα Υόρκη το ανέβαλε επ’ αόριστον. Γιατί τα «πιο υπέροχα Χριστούγεννα της ζωής της» τα είχε ήδη περάσει.

2 Responses to "Οι καλικάντζαροι"

  1. Χριστίνα Μ.   27 Δεκεμβρίου, 2016 at 10:59 μμ

    Πανέμορφη ιστορία!

    Απάντηση
  2. Ελένη Θεοδωρίδου   28 Δεκεμβρίου, 2016 at 6:06 μμ

    Αγαπημένη Στέλλα!!! Χίλια μπράβο!!!
    Μόλις γνώρισα άλλη μια υπέροχη πλευρά σου!!! Θερμά συγχαρητήρια!!!

    Απάντηση

Leave a Reply

Your email address will not be published.