Κόκκινο

Κόκκινο

Του Παναγιώτη Σεμασιώτη

Την προσοχή του τράβηξε η εκπομπή στην τηλεόραση με τα κόκκινα τριαντάφυλλα, τις κόκκινες καρδούλες και τα κόκκινα σκηνικά. Ήταν η ημέρα του Άγιου Βαλεντίνου. Δεν θα άφηνε την ευκαιρία να πάει χαμένη. Έπρεπε να το γιορτάσει. Το χρωστούσε άλλωστε στις γυναίκες. Πήγε κατευθείαν στο μπάνιο. «Περιποίηση προσώπου- σώματος» είπε την ώρα που ξυριζόταν θαυμάζοντας στον καθρέφτη τη μορφή του. Από κει κατευθείαν στο δωμάτιο του. «Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα» ψιθύρισε και έχωσε το κεφάλι του μέσα στην ντουλάπα ψάχνοντας. Μετά από ώρα ένας σορός ρούχα ήταν πεταμένα στο κρεβάτι του. Τελικά πηρέ το ένα και μοναδικό κοστούμι του, έτσι κι αλλιώς ότι και να φορούσε του πήγαινε. Κάποτε ήταν μπλε αλλά είχε αρχίσει να ξεθωριάζει. Αποφάσισε να το ονομάσει “αχνομπλέ”. Και μια κόκκινη γραβάτα συνδυασμένη με ένα κόκκινο μαντήλι μέρα που ήταν σήμερα. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, έστρωσε λίγο τα πυκνά μαλλιά του, καμάρωσε για λίγο τον εαυτό του και ξεκίνησε.

Προορισμός, το πιο διάσημο κλαμπ της πόλης. Έφτασε την στιγμή που ο κόσμος σχημάτιζε ουρά από έξω. Πλησίασε αργά με ύφος καλλιτέχνη που προχώρα στο κόκκινο χαλί. Ήταν σίγουρος ότι τα φωτά από τις πινακίδες που τρεμοπαίζανε τον έδειχναν ακόμη πιο όμορφο. Έκανε νόημα στον πορτιέρη από μακριά που αμέσως του άνοιξε δρόμο για να περάσει. Τον χαιρέτησε με ένα νεύμα ενώ ο πορτιέρης τον καλησπέρισε με σεβασμό. Πέρασε μέσα αργά-αργά με κατεύθυνση προς το κεντρικό μπαρ και έπιασε θέση στο καλύτερο σημείο του μαγαζιού. Έδωσε χαμογελώντας το χέρι του στον μπάρμαν που το ανταπέδωσε την χειραψία θερμά. Μέχρι να βολευτεί στο σκαμπό του το ποτό του ήταν έτοιμο. Δεν χρειαζόταν να παραγγέλλει. Όλοι γνώριζαν τι πίνει. Ουίσκι 18 ετών και πάνω, σκέτο. Ανδρικό ποτό.

Ήπιε την πρώτη γουλιά χαλάρωσε και άρχισε να κινείται στους ρυθμούς της μουσικής. Η ματιά του πλανήθηκε στο χώρο. Παρατήρησε αμέσως ότι τα βλέμματα των γυναικών ήταν όλα καρφωμένα πάνω του. Κάποιες σιγοψιθύριζαν δείχνοντας προς το μέρος του πονηρά, ενώ κάποιες τον κοιτούσαν με ύφος γεμάτο υποσχέσεις. Συνηθισμένα πράγματα. Ελέγχοντας προσεκτικά μια-μια τις γυναίκες του μαγαζιού ¨αποφάσισε¨ ποια του αρέσει. Ήταν κοκκινομάλλα. Έκανε ματιά στη σερβιτόρα που έτρεξε αμέσως προς το μέρος του. Της έδωσε κάποιες οδηγίες στο αυτί και σε λίγο μια πανέμορφη κοπέλα με ένα κατακόκκινο φόρεμα τον πλησίαζε χαμογελώντας του σεμνά. Συστήθηκε και της φίλησε ιπποτικά το χέρι. Την ώρα που του έλεγε το όνομα της ένας δυνατός θόρυβος σκέπασε τα λόγια της. Ξαναρώτησε αλλά ο θόρυβος γινόταν πιο δυνατός και πιο ενοχλητικός. Έκλεισε τα ματιά του από την ενόχληση.

Όταν τα ξανάνοιξε κοίταξε γύρω του σαστισμένος διπλά του χτυπούσε δυνατά το ξυπνητήρι. Ήταν η αφύπνιση για να πάρει τα φάρμακα του. Στην τηλεόραση έπαιζε ακόμη η απογευματινή εκπομπή με θέμα την ημέρα του Άγιου Βαλεντίνου με προτάσεις για βραδινή έξοδο. Ήταν ακόμη νωρίς, σκέφτηκε ενώ έπαιρνε τα φάρμακα του. Κοίταξε την οθόνη και το βλέμμα του συννέφιασε. Θύμωνε με αυτούς που κατάπιναν ότι του πάσαραν στην τηλεόραση αμάσητο. Λες και περίμενε αυτός να είναι Αγίου Βαλεντίνου για βγει και να “γουστάρει”. Αυτή η μέρα είναι για τους ξενέρωτους και τις χαζοχαρούμενες. Αυτός ήταν συνειδητοποιημένος, αυτός θα αποφάσιζε ποτέ θα βγει με ποιον θα βγει και που θα πάει. Δεν θα βγει επειδή το είπαν κάποιοι στην τηλεόραση. Φορτωμένος πήγε στην κουζίνα και άνοιξε το ψυγείο. Ήθελε να πιει κάτι. Να χαλαρώσει. Το μάτι του έπεσε αμέσως στο μπουκάλι με το κρασί και μετά στις παγωμένες μπύρες. Άπλωσε το χέρι και έβγαλε από μέσα το μπουκάλι με το ξινόγαλο. Πήγε να πιάσει ένα ποτήρι αλλά το μετάνιωσε. Ήπιε μια γερή γουλιά κατευθείαν από το μπουκάλι. Ξαναγύρισε στο σαλόνι, πλησίασε στο παράθυρο και κατέβασε γρήγορα το παντζούρι. Έκλεισε τον κόσμο ¨έξω¨ θυμωμένος. Θα βγει όποτε το θέλει αυτός έτσι κι αλλιώς σε λίγες μέρες έχει ραντεβού με το γιατρό. Στην τηλεόραση η οθόνη ήταν ακόμη γεμάτη κόκκινα μπαλόνια με κόκκινες κορδέλες και κόκκινες καρδούλες. Πλησίασε στον καναπέ. Έπρεπε να ξαπλώσει. Πονούσε. Με μεγάλη δυσκολία κατάφερε να ¨περάσει¨ από το καροτσάκι στον καναπέ χωρίς να πέσει. Σκέπασε με την κόκκινη καρό κουβέρτα τα παγωμένα του άκρα. Στην τηλεόραση ευχόταν καλή διασκέδαση σε όλους. Κοίταξε το κινητό του με λαχταρά. Καμιά κλήση. Μια σκιά θλίψης σκέπασε το βλέμμα του. Άρπαξε το βιβλίο που είχε πάντα διπλά του και έκρυψε το πρόσωπο του μέσα του. «Ζώντας με την Σκλήρυνση Κατά Πλάκας» ήταν ο τίτλος του..

Leave a Reply

Your email address will not be published.